Blogspot.blogspot Travel to flavors

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Επιδόρπια κρασιά


Dessert wine fermentation
Διαθέτοντας υψηλή ποιότητα, ιδιαίτερο χαρακτήρα και αυτούσια αίσθηση του terroir, τα σύγχρονα κρασιά της Ελλάδας καταφέρνουν να κερδίσουν ακόμα και τον πλέον απαιτητικό οινόφιλο. Τα χαρίσματα αυτά ενισχύονται ακόμη περισσότερο στην περίπτωση που μιλάμε για τα ελληνικάεπιδόρπια κρασιά, τα οποία έχουν σύμμαχο το λαμπερό ελληνικό ήλιο, για να συμπυκνώνει τα αρώματα και τη γεύση τους. Εδώ έρχεται να προστεθεί η παράδοση και η μακραίωνη πείρα των βετεράνων, αλλά και των νεότερων ελλήνων οινοπαραγωγών, που κατέχουν όσο κανείς τα μυστικά των ιδιαίτερων τρόπων οινοποίησης των γλυκώνεπιδόρπιων κρασιών της Ελλάδας. Οι μοναδικές δε γηγενείς ποικιλίες της χώρας, που σχεδόν αποκλειστικά χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τους, συμπληρώνουν τα κομμάτια ενός… γλυκύτατου παζλ.

Τα σύγχρονα επιδόρπια κρασιά της Ελλάδας θέτουν εαυτόν στις κορυφαίες θέσεις της ιεραρχίας παγκοσμίως και πολλές φορές δικαιολογούν επάξια το χαρακτηρισμό «παγκόσμιας κλάσης», που συχνά τους αποδίδεται. Από την άλλη μεριά, τα ελληνικά επιδόρπια κρασιά είναι πολυποίκιλα και διαφορετικά, σε αντίθεση με αυτά άλλων οινοπαραγωγών χωρών, που παράγουν συνήθως ένα-δύο στυλ αξιόλογων επιδόρπιων κρασιών. Η Ελλάδα έχει να επιδείξει χρώματα που ξεκινούν από το χρυσοκίτρινο και φθάνουν μέχρι το βαθύ πορφυρό, αρώματα που αποκαλύπτουν την καθαρότητα ενός φρεσκοκομμένου φρούτου, αλλά και τον αποξηραμένο, «rancio» χαρακτήρα της βαθιάς παλαίωσης. Έχει να επιδείξει γεύσεις που εκτείνονται από την απαστράπτουσα ζωντάνια, έως το βελούδινο χαρακτήρα, χάρισμα που μόνο ο χρόνος μπορεί να προσδώσει.

Έτσι, κάθε φίλος του κρασιού, από αρχάριος έως ειδήμονας, είναι σίγουρο ότι στην ασύγκριτη γκάμα των επιδόρπιων κρασιών της Ελλάδας θα βρει όποιο στυλ και τύπο τον εκφράζει και μάλιστα σε πολύ καλή σχέση ποιότητας/τιμής, για την οποία φημίζονται τα ελληνικά επιδόρπια κρασιά. Στους δε ανήσυχους λάτρεις των συνδυασμών του κρασιού με άλλες γεύσεις ανοίγεται ένα τεράστιο πεδίο για πρωτότυπες αρμονίες, είτε αυτές αφορούν ένα εξωτικό πιάτο, είτε ένα σύνθετο επιδόρπιο ή ακόμα και ένα μπαχαρένιο πούρο.


Σάμος

Samos wine
Η Σάμος κατάφερε τον τελευταίο αιώνα να κάνει τα λευκά γλυκά κρασιά της ξακουστά και καταξιωμένα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Ο μικρόρωγος κλώνος της ποικιλίας μοσχάτο άσπρο βρήκε σε κάθε γωνιά του νησιού –και ιδιαίτερα στις στενές πεζούλες, που είναι σκαρφαλωμένες στο ορεινό βόρειο μέρος του– ένα τέλειο οικοσύστημα για να επιτύχει σπουδαίες επιδόσεις, που όντως υφίστανται, μέσω των γλυκών κρασιών ΠΟΠ Σάμος.

Οι 3.000 περίπου παραγωγοί του νησιού είναι μέλη της Ένωσης Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου, η οποία είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για την πολυπληθή γκάμα των επιδόρπιων κρασιών του νησιού: ελαφριά και φρουτώδη κρασιά δεξαμενής, μελένια και συμπυκνωμένα λιαστά κρασιά, μπαχαρένια, βαρελάτα και σπάνια παλαιωμένα, όλα με την ένδειξη «Σάμος», καλύπτουν κάθε απαίτηση, κάθε κατηγορία τιμής, πάντα με εκπληκτική σχέση με την ποιότητα, καθώς και αμέτρητο αριθμό γευστικών συνδυασμών με πλήθος επιδορπίων.

Ωστόσο, πάνω από την ανεξάντλητη παλέτα αρωμάτων και γεύσεων που μας χαρίζουν τα διακεκριμένα γλυκά κρασιά από τη Σάμο, βρίσκεται το ανεξίτηλο αποτύπωμα ενός μοναδικού terroir, που προδίδεται από τη σχεδόν κρεμώδη γεύση και το μοσχάτο άρωμα του σταφυλιού, που κάνει αισθητή την παρουσία του, ακόμα και κάτω από τα αρώματα καφέ, μπαχαρικών και ξύλου της παλαίωσης.

Η Σάμος αποτελεί έναν ξεχωριστό τόπο για την παραγωγή γλυκών κρασιών. Δεν είναι μόνο ο εκπληκτικής αισθητικής αμπελώνας της, που αποτελεί ένα πραγματικό ντοκουμέντο της παγκόσμιας οινικής κληρονομιάς, ούτε οι αμέτρητες διακρίσεις που λαμβάνουν τα κρασιά της σε κάθε οινικό διαγωνισμό του κόσμου που συμμετέχουν. Είναι πάνω από όλα, η ικανότητα των κρασιών αυτών να συνεπαίρνουν τις αισθήσεις, προσφέροντας ένα μοναδικό οινικό οδοιπορικό, γεμάτο εξωτισμό και εκπλήξεις!

Vinsanto


Vinsanto
Το λευκό γλυκό κρασί της Σαντορίνης ή... ο «άγιος οίνος»; Αν και το πρώτο είναι το σίγουρο (Vino di Santorini), δεν αποκλείεται να ισχύουν και τα δύο, αφού το σπουδαίο σαντορινιό Vinsanto (ΠΟΠ Σαντορίνη) είναι πράγματι… «θείο»! Ξακουστό ήδη από τον 12° αιώνα, το Vinsantoγνώρισε μεγάλη άνθηση μετά το 1783, όπου πήρε το δρόμο για τις μεγάλες αγορές της Ρωσίας. Σήμερα, περισσότερο από δύο αιώνες αργότερα, το πολύτιμο γλυκό διαμάντι της θηραϊκής γης επιτυγχάνει τέτοιες επιδόσεις, που δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να λεχθεί ότι πανάξια κατατάσσεται ανάμεσα στους κορυφαίους επιδόρπιους οίνους του πλανήτη.

Όλα ξεκινούν από το μοναδικό terroir που διαθέτει το παγκοσμίως ξακουστό νησί της Σαντορίνης. Το ηφαιστειογενές, γεμάτο ελαφρόπετρες έδαφος, τα μεγάλης ηλικίας αμπέλια, οι τρομακτικά χαμηλές αποδόσεις, οι πρωινές υγρασίες, που διασφαλίζουν την απαιτούμενη ποσότητα νερού, το ανεμοδαρμένο και ηλιοκαμένο τοπίο, η διαμόρφωση των κλημάτων σε «κουλούρες», η παράδοση... Όλα συνθέτουν ένα περιβάλλον ανεπανάληπτο, το οποίο προικίζει με μοναδικές ιδιότητες και χαρακτήρα το ασύρτικο, το αϊδάνι και μικροποσότητες από άλλες λευκές γηγενείς ποικιλίες, με μπροστάρη το αθήρι, από τις οποίες παράγεται το Vinsanto.

Ένα νεαρό Vinsanto διαθέτει πορτοκαλόχρυσο χρώμα και φρουτώδη χαρακτήρα, που θυμίζει κυδώνι, μαγειρεμένο σύκο, χουρμά και ώριμα κίτρινα φρούτα, καθώς και μέλι και καραμέλα, ενώ ένα «υπερήλικο νέκταρ» έχει χρώμα μαονιού και έντονα τριτογενή αρώματα, πλημμυρισμένα στον καφέ, τα αποξηραμένα φρούτα, το πετιμέζι και το λιβάνι. Σε κάθε περίπτωση, ένα Vinsanto διαθέτει τα βασικά χαρακτηριστικά που μαρτυρούν τη σπουδαία ράτσα του και το ξεχωριστό terroir από το οποίο προέρχεται: εκπληκτική συμπύκνωση, ορυκτώδης (mineral) χαρακτήρας και ατσαλένια οξύτητα, που εξισορροπεί με άνεση περισσότερο από 300gr/Lt αζύμωτα σάκχαρα!

Επιδόρπια με βάση την καραμέλα, το σύκο, τους ξηρούς καρπούς, τον καφέ ή το κυδώνι είναι κατάλληλοι συνοδοί των Vinsanto. Η κλάση και η δύναμή τους επιτρέπουν όμως και πιο τολμηρούς συνδυασμούς, με έντονα αλμυρά τυριά, όπως είναι η κοπανιστή ή το roquefort, καθώς και τη συνοδεία ενός πληθωρικού, εκλεκτού πούρου.

Ό,τι πάντως και να επιλέξει κανείς για να απολαύσει αυτά τα σπάνια και καταξιωμένα κρασιά, το σίγουρο είναι ότι θα βρεθεί μπροστά σε μια πρωτόγνωρη οινική εμπειρία. Γιατί το Vinsanto, όχι μόνο ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για τη βαθιά γνώση του καλού κρασιού, αλλά ταυτόχρονα, συναρπάζει με τη γεύση, το μύθο και τη μοναδικότητα του τόπου που το γέννησε, που δεν είναι άλλος από τη Σαντορίνη.


Παραγωγή του Vinsanto



Vinsanto production
Αφού τα σταφύλια για την παραγωγή του Vinsantoτρυγηθούν, περί τα τέλη Αυγούστου, απλώνονται για να αφυδατωθούν κάτω από τις καυτές ακτίνες του αιγαιοπελαγίτικου ήλιου (λιαστά σταφύλια), ενώ οι στραγγιστικές αρετές του εδάφους τα προστατεύουν από το σάπισμα. Μετά από 8 έως 12 ημέρες τα σταφύλια έχουν χάσει μεγάλο ποσοστό νερού, έχοντας συμπυκνώσει κάθε πτυχή των χαρακτηριστικών τους. Πρόκειται για μία διαδικασία χρονοβόρα και ακριβή, απαραίτητη ωστόσο για την παραγωγή του Vinsanto, του μεγάλου αυτού γλυκού, λιαστού κρασιού ΠΟΠ Σαντορίνη.

Οι γηγενείς ποικιλίες παραγωγής του Vinsanto είναι όλες λευκές και συνεισφέρουν η κάθε μία με το δικό της τρόπο στο μεγαλείο του. Το ασύρτικο στην τρομακτική οξύτητα, την ευγένεια και τις ορυκτές νότες, το αϊδάνι στο σώμα και το βαθύ, μεθυστικό άρωμά του, το αθήρι στο φίνο και εύθραυστο χαρακτήρα του και όλες μαζί στην πολυπλοκότητα του Vinsanto. Είναι άλλωστε φυτεμένες σε έναν από τους αρχαιότερους αμπελώνες του κόσμου! Ένα πραγματικό μνημείο πολιτιστικής και οινικής κληρονομιάς, που λόγω της έλλειψης πηλού στη σύσταση του εδάφους του και κάθε είδους οργανικής ύλης, δεν έχει προσβληθεί ποτέ από τη φυλλοξήρα, η οποία άλλωστε δεν αγαπά τα ηφαιστειογενή εδάφη. 

Τη δύσκολη –λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε σάκχαρα– οινοποίηση ακολουθεί η συνήθως μακρόχρονη παλαίωση σε βαρέλια. Για να προστατεύσουν τη γεύση του μοναδικού terroir, οι παραγωγοί χρησιμοποιούν σπάνια νέο ξύλο, προτιμώντας μεγάλα σε όγκο και παλαιά σε ηλικία βαρέλια. Η ευεργετική επίδραση του λιγοστού οξυγόνου ηρεμεί τον «άγριο» χαρακτήρα του Vinsanto, συμπυκνώνει περαιτέρω τα χαρακτηριστικά του, ενώ προσδίδει μια υπέροχα βελούδινη αίσθηση στη γεύση, κάνοντας την παλαίωση αναπόσπαστο κομμάτι της παραγωγής του Vinsanto. Πολλές φορές, η παλαίωση αυτή φτάνει και ξεπερνά τα 40 χρόνια, με τις ανάλογες επιπτώσεις στο στυλ των κρασιών.

Για την παραγωγή του Vinsanto απαιτούνται περίπου 6 κιλά σταφυλιού ανά λίτρο, που μπορεί να φθάσουν ακόμα και τα 10, λόγω της εξάτμισης κατά τη μακρόχρονη παλαίωση. Έτσι, η σπανιότητά του είναι μεγάλη, όπως συμβαίνει με κάθε τι πολύτιμο.


Μαυροδάφνη Πατρών


Έχει περάσει περίπου ενάμισης αιώνας από τότε που ο γερμανός ευγενής Γουσταύος Κλάους (Gustav Clauss) εγκαταστάθηκε έξω από την Πάτρα και οινοποίησε την πρώτη του μαυροδάφνη, με βάση την περίφημη «συνταγή» του. Ακόμα και σήμερα όμως, η Μαυροδάφνη Πατρών εξακολουθεί να κατέχει τον τίτλο του πλέον δημοφιλούς ερυθρού γλυκού κρασιού της Ελλάδας.

Μπορεί κάποια στοιχεία, όπως το μέτριο σώμα και η ισορροπημένη με τη γλυκύτητα οξύτητα, να αποτελούν κοινό παρονομαστή των κρασιών με την ένδειξη «Μαυροδάφνη Πατρών» (ΠΟΠ Μαυροδάφνη Πατρών). Ωστόσο, είναι η ωρίμαση-παλαίωση σε βαρέλι ή φιάλη, που παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τόσο για το χρώμα, όσο και για το άρωμα και τη γεύση αυτών των κρασιών. 

Έτσι, οι Μαυροδάφνες Πατρών που παλαιώνουν για ένα χρόνο προτάσσουν ένα μοντέρνο στυλ, διαθέτοντας σκούρο χρώμα και φρουτώδη, ευκολόπιοτο χαρακτήρα, ανάλογο ενός Ruby Port. Αντίθετα, μια πενταετία θα επιτρέψει σε μια διακεκριμένη Μαυροδάφνη Πατρών να αποκτήσει μια μοναδική, γλυκόπικρη πολυπλοκότητα και θα τιθασεύσει τις στιβαρές ταννίνες της. Το εκρηκτικό όμως μπουκέτο αποξηραμένων φρούτων, λουλουδιών και ξηρών καρπών, μαζί με το βελούδινο στόμα, που διαθέτει μια 20χρονη ή και παλαιότερη Μαυροδάφνη Πατρών, όχι μόνο προσφέρει πρωτόγνωρες, όσο και σπάνιες οινικές εμπειρίες σε αυτόν που θα έχει την τύχη να την απολαύσει, αλλά και την προσωπική ικανοποίηση ότι δοκίμασε ένα πραγματικά σπουδαίο κρασί.

Με τόσα διαφορετικά στυλ, ανεξάντλητες είναι και οι δυνατότητες της Μαυροδάφνης Πατρών στο τραπέζι. Οι φρέσκες εκδοχές αποτελούν εξαιρετικά απεριτίφ, αλλά και απόλυτα κρασιά για χρήση στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική, ενώ οι πιο ώριμες μένουν αξέχαστες με ξηρούς καρπούς, τυρί Stilton ή μπαχαρένια πούρα. Όσο για τις ιδιαίτερα παλαιωμένες Μαυροδάφνες Πατρών, είναι ιδανικές για τη «δύστροπη» στους συνδυασμούς σοκολάτα. 


Παραγωγή της Μαυροδάφνης Πατρών




Στην παραγωγή της Μαυροδάφνης Πατρών (ΠΟΠ Μαυροδάφνη Πατρών) μπορούν να συμμετέχουν δύο σκουρόχρωμες ποικιλίες: η ομώνυμη μαυροδάφνη –που η παράδοση λέει ότι ο Γουστάβος Κλάους (Gustav Clauss) ονόμασε έτσι προς τιμήν της μελαχρινής αγαπημένης του Δάφνης –και η μαύρη κορινθιακή (έως 49%), γνωστή και από την παραγωγή της σταφίδας. Οι δύο αυτές ποικιλίες –που προέρχονται κυρίως από τους αμπελώνες της βόρειας Πελοποννήσου– είναι παραγωγικές, ικανές να δώσουν ένα μεγάλο όγκο σταφυλιών, δυστυχώς σε βάρος της ποιότητας. Για το λόγο αυτόν, οι αξιόλογοι παραγωγοί κρατούν τις στρεμματικές αποδόσεις χαμηλά, ενώ επιλέγουν τα κατάλληλα, σχετικά φτωχά εδάφη (που ως γνωστό, ενδείκνυνται για την παραγωγή κρασιών υψηλής ποιότητας), για τη φύτευσή τους. 

Συνήθως, ο τρύγος λαμβάνει χώρα στο πρώτο μισό του Σεπτεμβρίου, όταν οι φλούδες της μαυροδάφνης είναι γεμάτες με χρώμα και ταννίνες και οι μικρές της ρώγες γεμάτες με υπέροχη πικάντικη πικράδα, σήμα κατατεθέν της ποικιλίας. Από την άλλη μεριά, η μαύρη κορινθιακή αντιτάσσει το πλούσιο σε σάκχαρα και οξύτητα χυμό της, που είναι φτωχός σε ταννίνες. Έτσι, οι δύο ποικιλίες για την παραγωγή της Μαυροδάφνης Πατρών είναι συμπληρωματικές. Το ποσοστό κάθε ποικιλίας στο χαρμάνι αποτελεί επιλογή του κάθε οινοπαραγωγού, με κάποιους να ευνοούν τη σχεδόν αποκλειστική χρήση της μαυροδάφνης και κάποιους άλλους να εξαντλούν το ποσοστό της μαύρης κορινθιακής (έως 49%). Επιπρόσθετα, αρκετοί αξιόλογοι παραγωγοί προχωρούν στην αφυδάτωση των ρωγών (λιαστά σταφύλια), κάτω από τον ήλιο ή τη σκιά, σε μια προσπάθεια να συμπυκνώσουν ακόμα περισσότερο αρώματα και γεύσεις. 

Η παραγωγή της Μαυροδάφνης Πατρών συνεχίζεται με κλασική ερυθρή οινοποίηση, κατά τη διάρκειά της οποίας η αλκοολική ζύμωση διακόπτεται, με την προσθήκη αλκοόλης οινικής προέλευσης, μία διαδικασία που πολλά κοινά σημεία έχει με την παραγωγή του πορτογαλικού κρασιού Port. Έτσι, το ερυθρό, γλυκό κρασί που προκύπτει διαθέτει όλη τη δομή, αλλά και τη δύναμη που του προσδίδουν οι 15-18 αλκοολικοί βαθμοί, καθώς και τη γλύκα που του δίνουν τα τουλάχιστον 100 γραμμάρια αζύμωτων σακχάρων ανά λίτρο. Την παραγωγή της Μαυροδάφνης Πατρών, εκτός από την ποιότητα της πρώτης ύλης, επηρεάζει δραστικά η διάρκεια παραμονής στο βαρέλι, η οποία ποικίλλει. Ωστόσο, η αντοχή της στο χρόνο είναι δεδομένη, όπως μαρτυρούν ακόμα και σήμερα, μεγάλα βαρέλια που περιέχουν μαυροδάφνες του 19ου αιώνα!

Μαυροδάφνη Κεφαλλονιάς



Μπορεί η ευρύτερη περιοχή των Πατρών να διατηρεί τη μερίδα του λέοντος στο ποσοστό των φυτεύσεων μαυροδάφνης, ωστόσο, η Κεφαλλονιά αποτελεί ένα μικρό, αλλά εξίσου σημαντικό κέντρο για την καλλιέργειά της. Παρόλο που σε αυτό το νησί του Ιονίου πελάγους το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής μαυροδάφνης παίρνει το δρόμο των ξηρών οινοποιήσεων, παρουσιάζοντας πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα, ένα πολύ μικρό μέρος των σταφυλιών δίνει τη γλυκιά και σπανιότατηΜαυροδάφνη Κεφαλλονιάς

Δεν έχουν περάσει παρά ελάχιστα χρόνια από τότε που η ξεχασμένη ζώνη ΠΟΠ Μαυροδάφνη Κεφαλλονιάς για γλυκά ερυθρά κρασιά απέκτησε εκπροσώπους. Έτσι, είναι μάλλον νωρίς για τη διεξαγωγή ξεκάθαρων συμπερασμάτων. Ωστόσο, ο πιο μικρόρωγος κλώνος που είναι φυτεμένος στο νησί δείχνει πως τα γλυκά κρασιά με την ένδειξη «Μαυροδάφνη Κεφαλλονιάς» είναι μάλλον πιο σωματώδη και πιο σκουρόχρωμα από αυτά με την ένδειξη «Μαυροδάφνη Πατρών». Το χαρακτήρα αυτό μάλιστα επιτείνει το γεγονός ότι σε αυτήν την περίπτωση δεν υπάρχει η συμμετοχή της ποικιλίας μαύρη κορινθιακή, με αποτέλεσμα η γλυκόπικρη παρουσία της μαυροδάφνης να προσφέρεται αυτούσια και τονισμένη. 

Μέχρι η Μαυροδάφνη Κεφαλλονιάς να αποδείξει αν ο χρόνος μπορεί να αναδειχθεί σε σύμμαχό της, ο ανήσυχος οινόφιλος μπορεί να εξερευνήσει το ενδιαφέρον πεδίο των σχετικά φρέσκων εκδοχών αυτού του σπάνιου κρασιού. 

Μοσχάτος Λήμνου



MuscatOfAlexandria
Μπορεί το κρασί της να ξεδίψαγε τους Αχαιούς κατά τον Τρωικό Πόλεμο, ωστόσο η οινική φήμη της Λήμνου και των κρασιών της, που φέρουν την ένδειξη «Μοσχάτος Λήμνου», καταφέρνουν και παραμένουν αναλλοίωτα έως και σήμερα. 

Η ξηρασία και τα ηφαιστειογενή εδάφη βοηθούν την τέλεια ωρίμαση της χοντρόρωγης ποικιλίας μοσχάτο Αλεξανδρείας, που καταλαμβάνει σήμερα το 95% του αμπελώνα της Λήμνου, καθιστώντας τον έναν από τους σημαντικότερους τόπους για την παραγωγή γλυκών κρασιών στην Ελλάδα.

Ο κυρίαρχος στο νησί συνεταιρισμός, αλλά και οι λιγοστοί μεν, αξιόλογοι δε, ιδιώτες οινοπαραγωγοί του νησιού, χρησιμοποιούν αλκοόλη οινικής προέλευσης, την οποία προσθέτουν κατά τη διάρκεια ή μετά το τέλος της ζύμωσης του υψηλόβαθμου μούστου, ενώ συνήθως αποφεύγουν τη χρήση βαρελιού, κατά την οινοποίηση των γλυκών κρασιών ΠΟΠ Μοσχάτος Λήμνου. Όλα αυτά οδηγούν στον ήρεμο αρωματικό και γευστικό χαρακτήρα των λευκών γλυκώνΜοσχάτων Λήμνου, που είναι γεμάτα από διακριτικές νότες βερίκοκου, μέντας και δυόσμου. Η ήπια αυτή έκφρασή τους επιτρέπει ενδιαφέροντες πειραματισμούς με εξωτικές κουζίνες, αλλά και φουά-γκρα, εκτός βέβαια από τη σίγουρη αρμονία με ελαφριά επιδόρπια. Ωστόσο, ένας καλά παγωμένοςΜοσχάτος Λήμνου υπόσχεται κέφι και χαρά ακόμα και μόνος του, εκπροσωπώντας επάξια το ζωντανό πρόσωπο των σύγχρονων κρασιών της Ελλάδας. Απευθύνεται δε σε μεγάλη γκάμα οινόφιλων, τους νεοφερμένους, τους οποίους κατακτά με το... «καλημέρα»!



Μοσχάτος Πατρών



Η Αχαΐα πρωτοστατεί στην ελληνική παραγωγή επιδόρπιων κρασιών, με τρία κρασιά ΠΟΠ (ΠΟΠ Μαυροδάφνη Πατρών, ΠΟΠ Μοσχάτος Πατρών και ΠΟΠ Μοσχάτος Ρίου Πατρών). Καταλαμβάνοντας ένα μεγάλο μέρος των αμπελώνων της Πάτρας, το μοσχάτο άσπρο γίνεται αντικείμενο ενασχόλησης πολλών μεγάλων σε μέγεθος παραγωγών της περιοχής και προσφέρει τα κρασιά με την ένδειξη«Μοσχάτος Πατρών».

Οινοποιημένα, ως επί το πλείστον, σε ανοξείδωτες δεξαμενές, όπου η ζύμωση διακόπτεται με την προσθήκη αλκοόλης, τα νεανικά Μοσχάτα Πατρών προτάσσουν ως δυνατά τους όπλα τη φρεσκάδα τους, αλλά και τις εξαιρετικές τιμές τους, που φαντάζουν ως... «λάθος» στα μάτια κάθε οινόφιλου καταναλωτή, έχει ή δεν έχει δοκιμάσει τα κρασιά αυτά. Ακόμα περισσότερο δε όταν τα δοκιμάσει...


Μοσχάτος Ρίου Πατρών


Ελάχιστο σε ποσότητα, αλλά ύψιστο σε ποιότητα, το γλυκό κρασί με την ένδειξη «Μοσχάτος Ρίου Πατρών» προέρχεται από ημιορεινούς αμπελώνες, που βρίσκονται πάνω από το Ρίο Αχαΐας. Το μικρόρωγο μοσχάτο άσπρο εκμεταλλεύεται τις βροχοπτώσεις και τα δροσερά καλοκαίρια της περιοχής, ενώ η αφυδάτωση των σταφυλιών ενισχύει ακόμα περισσότερο τα χαρίσματα του μοναδικού αυτού πελοποννησιακού terroir.

Έτσι, τα καταξιωμένα και πολυβραβευμένα επιδόρπια κρασιά ΠΟΠ Μοσχάτος Ρίου Πατρών συναρπάζουν με το αρωματικό τους βάθος, τη γευστική τους διάρκεια, την εξαιρετική οξύτητα και την πολυπλοκότητά τους, δικαιώνοντας τις προσδοκίες κάθε ειδικού στο κρασί και δικαιολογώντας την περίοπτη θέση τους σε κάθε γαστρονομικό «Grande Table» που μπορεί να βρεθούν. Παρ’ όλα αυτά, λόγω του μικρού αριθμού τους, οι φιάλες με Μοσχάτα Ρίου Πατρών παραμένουν τρόπαιο στο κυνήγι ενός οινικού θησαυρού, που αξίζει όμως τον κόπο και με το παραπάνω


Ελάχιστο σε ποσότητα, αλλά ύψιστο σε ποιότητα, το γλυκό κρασί με την ένδειξη «Μοσχάτος Ρίου Πατρών» προέρχεται από ημιορεινούς αμπελώνες, που βρίσκονται πάνω από το Ρίο Αχαΐας. Το μικρόρωγο μοσχάτο άσπρο εκμεταλλεύεται τις βροχοπτώσεις και τα δροσερά καλοκαίρια της περιοχής, ενώ η αφυδάτωση των σταφυλιών ενισχύει ακόμα περισσότερο τα χαρίσματα του μοναδικού αυτού πελοποννησιακού terroir.

Έτσι, τα καταξιωμένα και πολυβραβευμένα επιδόρπια κρασιά ΠΟΠ Μοσχάτος Ρίου Πατρών συναρπάζουν με το αρωματικό τους βάθος, τη γευστική τους διάρκεια, την εξαιρετική οξύτητα και την πολυπλοκότητά τους, δικαιώνοντας τις προσδοκίες κάθε ειδικού στο κρασί και δικαιολογώντας την περίοπτη θέση τους σε κάθε γαστρονομικό «Grande Table» που μπορεί να βρεθούν. Παρ’ όλα αυτά, λόγω του μικρού αριθμού τους, οι φιάλες με Μοσχάτα Ρίου Πατρών παραμένουν τρόπαιο στο κυνήγι ενός οινικού θησαυρού, που αξίζει όμως τον κόπο και με το παραπάνω




Μοσχάτος Ρόδου


Η καλλιέργεια της ποικιλίας μοσχάτο άσπρο στο ελληνικό νησί των ιπποτών, τη Ρόδο, είναι σαφώς περιορισμένη, σε σχέση με άλλα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Ωστόσο, η Ρόδος διαθέτει τη δική της ζώνη ΠΟΠ και προσφέρει ενδιαφέρουσες εκδοχές αυτής της ποικιλίας αμπέλου, όσον αφορά τα επιδόρπια κρασιά, που στην περίπτωση αυτή φέρουν την ένδειξη «Μοσχάτος Ρόδου».

Στα κρασιά ΠΟΠ Μοσχάτος Ρόδου, εκτός από τη χρήση της ποικιλίας μοσχάτο άσπρο, επιτρέπεται και αυτή της ιταλικής προέλευσης μοσχάτο Trani, που αποτελεί κλώνο του μοσχάτου, που είναι φυτεμένος στο νησί της Ρόδου. Παρόλο που ο κλώνος αυτός είναι συγγενικός με το μικρόρωγο μοσχάτο, οι ολιγάριθμες ετικέτες των Μοσχάτων Ρόδου βρίσκονται οργανοληπτικά πλησιέστερα στο στυλ των κρασιών από τη Λήμνο (ΠΟΠ Μοσχάτος Λήμνου). Έχουν δηλαδή αρώματα που θυμίζουν φρέσκα βότανα ελαφριά και δροσιστική γεύση. 


Μοσχάτος Κεφαλλονιάς





Η ζώνη ΠΟΠ Μοσχάτος Κεφαλλονιάς, των ομώνυμων λευκών γλυκών κρασιών από μοσχάτο του νησιού, κινδύνευσε με εξαφάνιση, ακριβώς όπως και αυτή των αντίστοιχων ερυθρών κρασιών του (ΠΟΠ Μαυροδάφνη Κεφαλλονιάς). Τα τελευταία όμως χρόνια η Κεφαλλονιά μας προσφέρει τα σπάνια επιδόρπια κρασιά της, με την ένδειξη «Μοσχάτος Κεφαλλονιάς», από σταφύλι που προέρχεται από το μικρόρωγο κλώνο της ποικιλίας μοσχάτο άσπρο.

Τα σταφύλια από τους κεφαλλονίτικους αμπελώνες, που βρίσκονται στο δυτικό κομμάτι του νησιού, λιάζονται (λιαστά σταφύλια), έτσι ώστε να συμπυκνωθούν πριν από την οινοποίηση, με αποτέλεσμα το παντελώς ανεξερεύνητο γλυκό κρασί Μοσχάτος Κεφαλλονιάς να έχει δύναμη και έναν ελκυστικό, πραγματικά μελένιο χαρακτήρα.

Σητεία



Η Σητεία της Κρήτης λίγους αντιπάλους έχει σε θέματα οινικής ιστορίας, αφού εκεί, στο ανάκτορο του Κάτω Ζάκρου βρέθηκαν οινοποιήσημα σταφύλια ηλικίας αρκετών χιλιάδων ετών! Η φήμη όμως της περιοχής για την παραγωγή κρασιών υψηλής ποιότητας συνεχίστηκε και πολύ αργότερα, αφού υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο Λούκουλλος από εκεί προμηθευόταν κρασί και το μετέφερε στη Ρώμη για τα λουκούλλεια γεύματά του! Αν και κάποια στιγμή η καλλιέργεια του αμπελιού παρήκμασε, σήμερα, η ιστορική περιοχή της Σητείας ξαναμπαίνει δυναμικά στον οινικό χάρτη των σύγχρονων κρασιών της Ελλάδας, με αιχμή του δόρατος τα ερυθρά γλυκά κρασιά από τη σκουρόχρωμη ποικιλία λιάτικο.

Φυτεμένο στις πλαγιές της νότιας και ανατολικής ακτογραμμής της Κρήτης, σε αμπελώνες που ξεκινούν από τη θάλασσα και σκαρφαλώνουν σε υψόμετρο 600 μέτρων, το λιάτικο προτιμάει εδάφη πλούσια σε άργιλο, ασβέστη και άμμο. Σε αυτά ωριμάζει ιδανικά προς το τέλος του Ιουλίου, γεγονός στο οποίο οφείλει και την ονομασία του (ιουλιάτικο – λιάτικο). Οι λεπτόφλουδες ρώγες του μπορεί να διαθέτουν αρκετές ταννίνες, όχι όμως και χρωστικές και υψηλή οξύτητα. Έτσι, η «αρχαία» αυτή ποικιλία είναι μια πρώτης τάξεως επιλογή για την παραγωγή επιδόρπιων κρασιών. Τα γλυκά κρασιά ΠΟΠ Σητεία, παράγονται από σταφύλια που απλώνονται στον ήλιο (λιαστά σταφύλια) –τουλάχιστον στις αξιόλογες εμφιαλώσεις– έτσι ώστε τα σάκχαρά τους να φθάσουν κοντά στα 400 γραμμάρια ανά λίτρο. Η ερυθρή οινοποίηση και η ωρίμαση σε βαρέλι ολοκληρώνουν το χαρακτήρα των ασυνήθιστων αυτών γλυκών κρασιών, με την ένδειξη «Σητεία».

Φτωχά σε χρωστικές και ευοξείδωτα στο χρώμα, τα ερυθρά γλυκά κρασιά της Σητείας αποκτούν εύκολα κεραμιδί χρώμα. Το μπουκέτο είναι ένα πραγματικό ποτ-πουρί αποξηραμένων κόκκινων φρούτων, κυδωνιού, λουλουδιών, γλυκών μπαχαρικών και δέρματος. Όσο για τη γεύση, αυτή είναι γεμάτη με την αγριάδα και τη θέρμη των απόκρημνων πλαγιών του Λιβυκού πελάγους.

Ακόμα ανεξερεύνητα και σπάνια, τα γλυκά κρασιά από την ιστορική Σητεία και το αρχαίο λιάτικο θα γεμίσουν με ευρωπαϊκό ή μάλλον κρητικό αέρα τα ποτήρια αυτών που τοποθετούν την αυθεντικότητα και την άποψη στις ανώτερες βαθμίδες των οινογνωστικών τους προτεραιοτήτων. 

Δαφνές


Από την αρχαιότητα έως σήμερα, οι Δαφνές θεωρούνται μία από τις πιο σημαντικές περιοχές αμπελοκαλλιέργειας της Κρήτης, όπου η αμπελουργία συνέχισε να υπάρχει σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Άνθισε ιδιαίτερα κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, όπως φανερώνουν ευρήματα αμφορέων και ληνοί (πατητήρια), στη συνέχεια κατά τη βυζαντινή περίοδο λόγω της σύνδεσης κρασιού – χριστιανισμού, αλλά και κατά τη Βενετοκρατία, όταν τα κρασιά της μεγαλονήσου έγιναν σημαντικό εμπορικό αντικείμενο των ενετών εμπόρων· ας μη ξεχνάμε εξάλλου τον Μαλβαζία οίνο, το γνωστότερο κρασί του Μεσαίωνα.

Σύμφωνα με το μύθο, οι Δαφνές πήραν το όνομά τους από μία δάφνη που φύτρωσε σε ναό της περιοχής (Αγία Ζώνη). Το Δαφνιανό κρασί ήταν ήδη ονομαστό και περιζήτητο προς το τέλος του Μεσαίωνα, ενώ η αμπελουργία και η οινοποίηση δεν σταμάτησαν ουσιαστικά ποτέ να αποτελούν μία από τις σημαντικότερες ενασχολήσεις των κατοίκων, όπως συμβαίνει και σήμερα.

Το κλίμα της περιοχής είναι μεσογειακό και οι αμπελώνες βρίσκονται σχεδόν αποκλειστικά σε πλαγιές και σε ασβεστώδη εδάφη, όπως αυτά που προτιμά η ποικιλία λιάτικο, από την οποία παράγονται τα ερυθρά γλυκά κρασιά ΠΟΠ Δαφνές. Εκεί, το λιάτικο ωριμάζει καλά και νωρίς, προς τα τέλη Ιουλίου, εξ ου και το όνομά του (ιουλιάτικο – λιάτικο). Οι λεπτόφλουδες ρώγες του έχουν αρκετές ταννίνες και υψηλή οξύτητα, όχι όμως πολύ χρώμα και θεωρούνται καλές για την παραγωγή γλυκών οίνων. Ωστόσο, στις Δαφνές τα εδάφη είναι λιγότερο παραγωγικά από αυτά των γειτονικών περιοχών με συχνό αποτέλεσμα τη συμπύκνωση του σταφυλιού και τη χαμηλότερη στρεμματική απόδοση.

Τα γλυκά κρασιά ΠΟΠ Δαφνές, ανάλογα και με τον τύπο τους (οίνος γλυκύς - Vin Doux, οίνος γλυκύς φυσικός - Vin Doux Naturel και οίνος φυσικώς γλυκύς - λιαστός), χαρακτηρίζονται από χρώμα καμένης καραμέλας, συμπυκνωμένα αρώματα σοκολάτας και αποξηραμένων φρούτων και γεμάτο στόμα, με βελούδινη υφή και μακρά επίγευση. Παραμένοντας στην αφάνεια για αρκετά χρόνια της σύγχρονης αμπελοοινικής ιστορίας της Κρήτης, σήμερα παρουσιάζουν σημαντική ανάκαμψη με όλο και περισσότερα καλά δείγματα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου