Blogspot.blogspot Travel to flavors

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΣ ΥΠΌΛΟΙΠΕΣ ΣΥΝΤΑΓΕΣ Κ ΌΛΑ ΤΑ ΑΛΛΑ .. 
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΤΑ ΜΠΑΧΑΡΙΚΆ Κ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΆ ΤΟΥΣ Κ ΤΙΣ ΙΔΙΌΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΌΣ....


ΠΡΩΤΟ ΛΟΙΠΟΝ


ΑΣΤΕΡΟΕΙΔΗΣ ΓΛΥΚΑΝΙΣΟΣ
Μπαχαρικό με έντονο άρωμα και χαρακτηριστικό σχήμα αστεριού. Προέρχεται από το αστεροειδές περικάρπιο του αειθαλούς δέντρου Illicium verum, με καταγωγή από τη Νοτιοδυτική Κίνα. Ένα δέντρο που ανήκει στην οικογένεια της μανόλιας και φτάνει τα 8μ.  Έχει πράσινα λογχοειδή φύλλα και ανοιχτοκίτρινα άνθη. Οι καρποί του συλλέγονται πριν ωριμάσουν και αποξηραίνονται στον ήλιο. Τα αποξηραμένα αστέρια διατίθενται ολόκληρα ή σε μορφή καφεκόκκινης σκόνης. Ο αστεροειδής γλυκάνισος περιέχει μια αρωματική ουσία, την ανηθόλη, η οποία υπάρχει και στον απλό γλυκάνισο.Προέλευση: Κίνα, Ινδοκίνα, Φιλιππίνες και Ιαπωνία. 
Το άρωμά του είναι πικάντικό και πιο έντονο από αυτό του γλυκάνισου και μοιάζει με αυτό της γλυκόριζας. Χάρη στο ευχάριστο άρωμά του πήρε το βοτανολογικό όνομα (Illicium), το οποίο προέρχεται από το Λατινικό ρήμα illicere που σημαίνει προσελκύω.
Έχει έντονη γεύση, που μοιάζει με αυτή της γλυκόριζας, η οποία προκαλεί ένα ελαφρύ μούδιασμα στο στόμα, διεγείροντας τον ουρανίσκο. Χρησιμοποιείται για να ενισχύσει τη γεύση των πουλερικών και του χοιρινού, της σούπας και των ζωμών. Στη ζαχαροπλαστική, αρωματίζει τα κέικ και τα μπισκότα. Συνδυάζεται με  μαραθόσπορο, πιπέρι Σετσουάν,  λεμονόχορτο, κανέλα, τσίλι, κόλιανδρο
Το μπαχαρικό είναι εξαιρετικά δημοφιλές στην Ασία. Στην Ινδία αποτελεί συστατικό του Ινδικού μείγματος γκαράμ μασάλα και στην Κίνα στο μείγμα των πέντε μπαχαρικών. Χρησιμοποιείται στην κουζίνα της Μαλαισίας, της Ινδονησίας και του Βιετνάμ. Στη Δύση έχει αρχίσει να γίνει δημοφιλές σταδιακά τον τελευταίο καιρό γιατί θεωρείται πλέον φτηνό υποκατάστατο του γλυκάνισου. Εκτός από τη μαγειρική χρησιμοποιείται για να αρωματίσει ποτά, ζαχαρωτά. Το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιείται στη δημιουργία καλλυντικών, αρωμάτων και φαρμακευτικών παρασκευασμάτων. σαπουνιών. Από τον αστεροειδή γλυκάνισο εξάγεται το σικιμικό οξύ.
ΒΑΝΙΛΙΑ: Η βασίλισσα των αρωμάτων.
Αναρριχώμενο φυτό με χοντρά, μακρόστενα φύλλα με λευκές και πράσινες ανταύγειες, ένα είδος ορχιδέας που φύεται σε υγρό τροπικό περιβάλλον. Οι φρέσκοι καρποί της βανίλιας από μόνοι τους δεν έχουν άρωμα και γεύση. Απαιτείται επεξεργασία για να απελευθερωθεί το άρωμα και η γεύση τους. Η διαδικασία επεξεργασία της βανίλιας περιλαμβάνει την τοποθέτησή της σε φούρνους και ψάθες, προκειμένου να ξεραθεί και να αποβάλλει την υγρασία που έχει. Η βανίλια επικονιάζεται φυσικά και τεχνητά από τον άνθρωπο.Η σύνθετη διαδικασία της επεξεργασίας της βανίλιας και το γεγονός ότι στα περισσότερα μέρη του κόσμου επικονιάζεται τεχνητά από τον άνθρωπο έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής της φυσικής βανίλιας, η οποία είναι δυσεύρετη και θεωρείται αγαθό πολυτελείας.
Προέλευση: Μαδαγασκάρη, Ουγκάντα, Μαλάουι, Κένυα, Ζιμπάμπουε, Κίνα, Τουρκία, Ινδονησία, Μεξικό, Νησιά του Ινδικού Ωκεανού.
Η βανίλια άρχισε να καλλιεργείται στο Μεξικό κατά τη Μεσοαμερικανική περίοδο από τους Ινδιάνους Totonaca, οι οποίοι θεωρούσαν ότι είναι θεόσταλτο δώρο. Από τους Totonaca πέρασε στους Αζτέκους. Οι Αζτέκοι συνδυάζοντας σοκολάτα με βανίλια ζαχαρωμένη με μέλι δημιούργησαν το «ποτό των θεών». Την περίοδο των μεγάλων ανακαλύψεων και συγκεκριμένα το 1519 εισέβαλε στο Μεξικό ο Ισπανός εξερευνητής Hernando Cortés, μυήθηκε σε αυτό το ποτό και το έφερε στην Ευρώπη, όπου καταναλώνονταν μόνο από τους πλουσίους. Δεν κατανάλωναν τη βανίλια μόνη της αλλά πάντα σε συνδυασμό με το κακάο, μέχρι που αργότερα, το 1602, ο φαρμακοποιός της Βασίλισσας Ελισάβετ Ι διαπίστωσε ότι η βανίλια είναι εξαιρετικά εύγευστη και από μόνη της και μπορεί να καταναλωθεί αυτούσια, χωρίς να μπερδεύεται με άλλες γεύσεις. Στις αρχές του 1800 το φυτό της βανίλιας καλλιεργούνταν σε εκθέσεις βοτάνων στη Γερμανία και τη Γαλλία. Από την Ευρώπη η βανίλια μεταφέρθηκε στα νησιά του Ινδικού Ωκεανού και στα μέσα του 19ουαι., στη Γαλλική νήσο Ρεϋνιόν, ο Edmond Albius, έριχνε τη γύρη στο φυτό της βανίλιας, επινοώντας τη μέθοδο της τεχνητής επικονίασης. Σύντομα το νησί Ρεϋνιόν έγινε ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς βανίλιας παγκοσμίως. Η μέθοδος της τεχνητής επικονίασης εφαρμόσθηκε και σε άλλες περιοχές. Η μέθοδος αυτή θεωρήθηκε πολύ σημαντική, διότι το φυτό από το οποίο προέρχεται η βανίλια, επικονιάζεται φυσικά μόνο από ένα συγκεκριμένο είδος μέλισσας που υπάρχει μόνο στην Κεντρική Αμερική. Έτσι αυξήθηκε η παραγωγή βανίλιας. Στα τέλη του 19ουαι., το μεγαλύτερο μέρος προερχόταν από τις Γαλλικές αποικίες στο Νότιο Ειρηνικό και στον Ινδικό Ωκεανό. Στις αρχές του 20ουαι. στη Μαδαγασκάρη η παραγωγή της βανίλιας ήταν πολύ μεγαλύτερη ακόμα και από την παραγωγή της πατρίδας της βανίλιας, του Μεξικού.
Έχει απαλή, γλυκιά, κρεμώδη γεύση. Βάλτε τον λοβό επάνω σε ξύλο κοπής και με την μύτη ενός κοφτερού μαχαιριού χαράξτε τον κατά μήκος και ανοίξτε τον στα δύο. Με ένα κουτάλι ή με την πίσω πλευρά του μαχαιριού, «ξύστε» το εσωτερικό του πιέζοντας απαλά, για να πάρετε όλα τα μικροσκοπικά καφέ σποράκια που βρίσκονται μέσα του. Αυτά, μπορείτε να τα χρησιμοποιήσετε σε γλυκές δημιουργίες. Απαραίτητο υλικό σε παρασκευές της ζαχαροπλαστικής όπως παγωτά, κρέμες, μους και σε διάφορες γλυκές ζύμες, όπως στα κέικ και στα κουλουράκια. Δοκιμάστε την σε ζελέ μήλου σε κρέμα με σοκολάτα, σε κρέμα μπριλέ αλλά και σε βρασμένα αχλάδια και γλυκό υποβρύχιο. Δοκιμάστε τη βανίλια στο γεμιστό τσουρέκι, στη μπαβαρουάζ σοκολάτας και στη πανακότα και παραδοθείτε άνευ όρων στη μαγεία της! Μαζί με την κανέλα και το κάρδαμο αποτελεί έξοχο γευστικό συνδυασμό. Η φυσική βανίλια έχει μεγάλη διάρκεια ζωής, μόνο όταν διατηρείται σωστά. Δεν πρέπει να είναι ξερή, αντιθέτως, θα πρέπει να είναι μαλακή και εύκαμπτη. Δεν πρέπει όταν τη λυγίζουμε να σπάει.
Αφού χρησιμοποιήσετε το εσωτερικό της βανίλιας, τους κόκκους, πλένετε και ξεραίνετε στον ήλιο ή στο φούρνο, σε χαμηλή θερμοκρασία το λοβό, ώστε να τον χρησιμοποιήσετε ως διακοσμητικό σε τούρτες και ιδιαίτερα σε επιδόρπια.
BΑΝΙΛΙΝΗ
Άλλη μια πρόταση για να αυξηθεί η παγκόσμια παραγωγή βανίλιας, οι επιστήμονες απομόνωσαν στα εργαστήρια τη ανιλίνη, την ουσία που εμπεριέχεται σε ποσοστό περίπου 2% στη βανίλια, δίνοντάς της πλούσιο άρωμα και γεύση. Στα εργαστήρια η βανιλίνη παράγεται από εκχύλισμα φυσικής βανίλιας, ευγενόλη, γκουαϊακόλη και λιγνίνη. Έχει ακριβώς το ίδιο άρωμα και ιδιότητες με τη βανίλια, Μπορεί να την υποκαταστήσει προσφέροντας το ίδιο υπέροχο γευστικό αποτέλεσμα και μάλιστα σε πολύ χαμηλότερη τιμή. 
Βανιλίνη προερχόμενη από εκχύλισμα βανίλιας απομονώθηκε στο εργαστήριο από το Γάλλο Gobley το 1858. Το 1874 βρέθηκε η χημική της δομή από τους Γερμανούς Haarmann και Tiemann, οι οποίοι δημιούργησαν ημισυνθετική βανιλίνη από ευγενόλη, μία ουσία που υπάρχει στο γαριφαλέλαιο. Στη συνέχεια, δημιούργησαν ένα εργοστάσιο παραγωγής βανιλίνης στη Γερμανία και ξεκίνησε η πρώτη βιομηχανική παραγωγή βανιλίνης.
Xρησιμοποιήστε τη βανιλίνη σε παρασκευές της ζαχαροπλαστικής όπως παγωτά, κρέμες, μους. Σε διάφορες γλυκές ζύμες, όπως στα κέικ και στα κουλουράκια. Βάλτε τη στο κέικ με ρευστή σοκολάτα, στο γεμιστό τσουρέκι, στην τάρτα μους σοκολάτας, στη μπαβαρουάζ σοκολάτας και στη πανακότα και παραδοθείτε άνευ όρων στη μαγεία της!Συνδυάζεται με κανέλα, κάρδαμο, μπαχάρι, γαρύφαλλο μοσχοκάρυδο, τζίντζερ, μέντα, γλυκόριζα, σουσάμι, κ.α.

ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ
Είναι το αποξηραμένο, κλειστό μπουμπούκι ενός τροπικού αειθαλούς δέντρου που έχει πυκνό σκουροπράσινο φύλλωμα και φτάνει τα 10μ.Το αρωματικό αυτό μπαχαρικό με το σχήμα καρφιού το συναντάμε σε όλο τον κόσμο. Αποτελεί συστατικό στο κάρυ, το γκαράμ μασάλα και στο Κινέζικο  των πέντε μπαχαρικών. Σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες το βάζουν μέσα στο κρασί. Μια ιδιαίτερη χρήση  συνηθίζεται στην Ολλανδία, όπου δημιουργείται τυρί με ολόκληρα γαρίφαλα, το λεγόμενο τυρί «Nagelkaas» που σημαίνει «τυρί με καρφιά».Προέλευση:Ινδία, Ινδονησία, Φιλιππίνες, Σρι Λάνκα, Αντίλλες, Βραζιλία, Μαδαγασκάρη, Μαυρίκιος, Ζανζιβάρη.

Αναφορές για το γαρίφαλο υπάρχουν σε αγγεία που τοποθετούνται χρονικά στο 1721 π.Χ. Οι αρχαίοι Κινέζοι αυλικοί υποχρεούνταν να μασούν γαρίφαλα, προκειμένου να έχουν ευχάριστη γεύση στις συνομιλίες τους με τον αυτοκράτορα. Τον 16ο και 17οαι. το πολύτιμο αυτό μπαχαρικό ήταν αιτία πολέμου. Τον 16οαι. οι Ολλανδοί το ανακάλυψαν τα νησιά Μολούκας και όπως συνέβη και με την κανέλα, ήθελαν το μονοπώλιο. Αντέδρασαν στους Ιθαγενείς καθώς τα γαρυφαλλόδεντρα είχαν μεγάλη σημασία για αυτούς. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση το κάθε δέντρο συνδεόταν με ένα μικρό παιδί. Σε περίπτωση που κάτι συνέβαινε στο δέντρο, θα συνέβαινε το ίδιο και στο αντίστοιχο παιδί. Το 18οαι. ανακαλύφθηκαν και άλλα μέρη που παρήγαγαν γαρίφαλα και έσπασε το μονοπώλιο του εμπορίου γαρύφαλλου, με αποτέλεσμα την πτώση της τιμής του. 
Γλυκά και αρτοσκευάσματα αρωματισμένα με γαρίφαλο, κέικ, πίτες, κουλουράκια, μελομακάρονα, τσουρέκια, τάρτες καθώς κομπόστες και σιρόπια. Στη μαγειρική ταιριάζει ιδανικά για δυνατές σάλτσες ντομάτες ή κρασιού, στο κυνήγι, στο ψητό της κατσαρόλας, στο στιφάδο και στο ψητό ψάρι. Αφήνει πλούσια γεύση στις πίκλες. Αρωματίζει υπέροχα το ρύζι και το τσάι. Συναντάτε στις περισσότερες αφροδισιακές συνταγές.Στην ελληνική κουζίνα απογειώνει τα μαγειρευτά μοσχάρι κοκκινιστό με μακαρόνια χονδρά, λαγό στιφάδο. Σε μαρινάδες για κρέατα γευστικά.Την θέση του βρήκε όμως στα γλυκά, τα σιροπιαστά γλυκά, μπακλαβά μελομακάρονα κ.ά. Ακόμα δένει γευστικά με τα ηδύποτα τα γλυκά κεράσι, γκράνα βατόμουρα.Συνδυάζεται με μπαχάρι, κάρδαμο, τσίλι, κύμινο, τζίντζερ, μοσχοκάρυδο, αστεροειδή γλυκάνισο...

ΓΛΥΚΑΝΙΣΟΣ
Οι αποξηραμένοι, καφετί σπόροι ενός μικρού λεπτεπίλεπτου φυτού με πατρίδα τη Μέση Ανατολή. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον αστεροειδή γλυκάνισο, καθώς πρόκειται για δύο διαφορετικά μπαχαρικά.Το φυτό αυτό ανήκει στην οικογένεια Apiaceae και συγγενεύει βοτανολογικά με το κύμινο, τον άνηθο και το μάραθο. Φτάνει σε ύψος τα 50εκ. και στα τέλη του καλοκαιριού βγάζει λευκά λουλούδια.
Υπάρχουν στοιχεία ότι το γλυκάνισο χρησιμοποιούνταν στην Αίγυπτο από το 1500 π.Χ.Στο Λίβανο φτιάχνουν τηγανίτες με γλυκάνισο και στη Μέση Ανατολή, Ινδία, Μαρόκο και Τυνησία αρωματίζουν με αυτό το ψωμί. Στην Ευρώπη, χρησιμοποιείται κατά παράδοση στη Γερμανική και Ιταλική αρτοποιία και στην Πορτογαλία βράζουν κάστανα σε νερό αρωματισμένο με γλυκάνισο. Το μπαχαρικό αυτό δείχνει ακόμα προτίμηση στο ποτό. Χαρίζει την ξεχωριστή γεύση και το πλούσιο άρωμά του στο Ελληνικό Ούζο, τα Γαλλικά Pastis, Pernod & Ricard, το Ιταλικό Anesone, το Τουρκικό Ρακί, το Αραβικό Arrak, το Αιγυπτιακό Kibib και το Λατινοαμερικάνικο Aguardiente.Εκτός από τους Αιγύπτιους και οι Έλληνες είχαν εκτιμήσει τις δυνατότητές του. Ο Πυθαγόρας και ο Ιπποκράτης υποστήριζαν τις φαρμακευτικές του ιδιότητες.Στην αρχαία Ρώμη ήταν πολύ διαδεδομένο. Διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη από τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Οι Ρωμαίοι καλλιεργούσαν γλυκάνισο για το άρωμά του, τη γεύση του και τις φαρμακευτικές του ιδιότητες. Θεωρούνταν πολύτιμο αγαθό και γι’ αυτό το χρησιμοποιούσαν για να πληρώσουν τους φόρους.Στην Αγγλία του 14ουαι. τέθηκε ειδικός φόρος στο γλυκάνισο από το Βασιλιά Εδουάρδο I. Προέλευση: Ελλάδα, Μάλτα, Ιταλία, Ισπανία, Νότια Ρωσία, Τουρκία, Βόρεια Αφρική, Μεξικό.
Σχετικά ήπια γεύση με νότες γλυκόριζας και μάραθου.Χρησιμοποιείται σε πιάτα με κοτόπουλο, λαχανικά, θαλασσινά και σε σάλτσες ζυμαρικών. Στην ζαχαροπλαστική χρησιμοποιείται για τη δημιουργία μπισκότων και κέικ. Αρωματίζει γιορταστικά ψωμιά (πέντε άρτους).Ταιριάζει με το μπαχάρι, την κανέλα, το γαρύφαλλο, το κύμινο, το μοσχοκάρυδο και τον αστεροειδή γλυκάνισο.
Η γλυκόριζα (Glycyrrhiza glabra) πολυετές φυτό, ιθαγενές της Νότιας Ευρώπης και της Ασίας. Έχει ύψος μέχρι 1μ., μακριές ρίζες μήκους 1-2μ., πτεροειδή φύλλα και μοβ ή κυανά άνθη. Με χαρακτηριστική γλυκιά γεύση που οφείλεται στην γλυκαντική ουσία γλυκοριζίνη. Αυτή η ουσία είναι 50 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη.Προέλευση: Ευρώπη, Ασία, Βόρεια Αμερική και Αυστραλία.
Η γλυκόριζα, χάρη στην ευχάριστη γεύση της, λατρεύτηκε από πολλούς αρχαίους λαούς και χρησιμοποιήθηκε για διάφορες χρήσεις. Στους Αιγύπτιους ήταν ότι το τζίνσενγκ για τους Κινέζους, φάρμακο για πολλά είδη παθήσεων, ενώ παράλληλα έφτιαχναν και ποτό από αυτή. Μεγάλες ποσότητες γλυκόριζας έχουν βρεθεί στο τάφο του βασιλιά Τουταγχαμών.
Χάρη στη γλυκιά της γεύση χρησιμοποιείται στη βιομηχανία ζαχαρωτών γλυκόριζας. Εξαιρετικά δημοφιλή στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη και στις Σκανδιναβικές χώρες. Στη Συρία, την καταναλώνουν ως ποτό, ενώ στην Ιταλία την μασούν για μια πιο καθαρή αναπνοή.
Εκτός από τους Αιγύπτιους, το φυτό χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Σύμφωνα με το Θεόφραστο (3οςαι. π.Χ.), οι Σκύθες, είχαν μυηθεί στη γλυκόριζα από τους Έλληνες, μασούσαν γλυκόριζα και μπορούσαν να ζήσουν 12 μέρες χωρίς νερό. Τον 1οαι. ο γιατρός Διοσκουρίδης της έδωσε το βοτανολογικό της όνομα που προέρχεται από τις λέξεις «γλυκός» και «ρίζα». Ο Ρωμαίος Πλίνιος συνιστούσε την κατανάλωση της γλυκόριζας για την ανακούφιση από την πείνα και τη δίψα.Το 13οαι. το εκχύλισμα του φυτού χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο. Πιθανολογείται ότι οι έμποροι που πουλούσαν τη γλυκόριζα ως φάρμακο, τη συνδύαζαν με μέλι, δημιουργώντας έτσι τα πρώτα ζαχαρωτά από γλυκόριζα. Την εποχή αυτή και συγκεκριμένα το 1305, ο Βασιλιάς Εδουάρδος Ι της Αγγλίας φορολογούσε την εισαγόμενη στην Αγγλία γλυκόριζα, προκειμένου να συγκεντρωθούν φορολογικά έσοδα για τη δημιουργία της γέφυρας του Λονδίνου.

Γλυκιά γεύση που θυμίζει ελαφρώς γλυκάνισο με σχετικά αλμυρή και πικρή επίγευση.Η γλυκόριζα, συστατικό πολλών εδεσμάτων της Κινεζικής κουζίνας που έχουν σάλτσα σόγιας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία ροφημάτων, παγωτών, σπιτικών καραμελών και λικέρ.Συνδυάζεται με μπαχάρι, κάρδαμο, κανέλα, γαρίφαλο, τζίντζερ, πιπέρι.
ΔΑΦΝΗ
Βότανο που το παίρνουμε από ένα αειθαλές δέντρο, ιθαγενές της Μικράς Ασίας. Το δέντρο αυτό έχει πυκνό φύλλωμα και μπορεί να φτάσει τα 10μ. ύψος. Έχει γυαλιστερά σκουροπράσινα φύλλα και ανθίζει από τον Απρίλιο έως τον Μάιο. Τα φύλλα του φυτού χρησιμοποιούνται για το πλούσιο άρωμα τους φρέσκα αλλά και αποξηραμένα. Φρέσκα έχουν δυνατό και ζεστό άρωμα. Αποξηραμένα έχουν πιο ανοιχτό πράσινο χρώμα και ματ εμφάνιση, πιο διακριτικό άρωμα και λιγότερο πικρή γεύση. Η δάφνη άρρηκτα συνδεδεμένη με τη Γαλλική και γενικότερα με τη Μεσογειακή γαστρονομία. Εκτός από την ευρεία χρήση της στη μαγειρική, χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και την αρωματοποιΐα το αιθέριο έλαιο του φυτού, το δαφνέλαιο.
Αφιερωμένη στο θεό Απόλλωνα, η δάφνη κατέχει σπουδαία θέση στη ελληνική μυθολογία. Αποτελούσε σύμβολο νίκης, δόξας και τιμής και ήταν επίσης αφιερωμένη στον ιατρό Ασκληπιό. Οι αρχαίοι Έλληνες έφτιαχναν στεφάνια από δάφνη με τα οποία στεφάνωναν τους νικητές στους αγώνες.
Στην αρχαία Ρώμη το στεφάνι δάφνης, το φορούσαν οι νικητές στρατηγοί καθώς αποτελούσε σύμβολο της στρατιωτικής νίκης.
Προέλευση: Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ρωσία, Ινδία, Τουρκία, Αμερική.
Έντονη και σχετικά πικρή γεύση. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή. Χρησιμοποιείται στις φακές, στα κοκκινιστά, στο κυνήγι, στα ψάρια, σε θαλασσινά όπως στο χταπόδι, στις σάλτσες, στον κιμά, στα βραστά, σε σούπες κ.ά. Προσθέστε μερικά φύλλα δάφνης στο μπεκρή μεζέ, στο ρολό μοσχάρι ή στο ρολό γαλοπούλας, στο στιφάδο και βιωστε την απόλυτη γαστρονομική εμπειρία! Αρωματίζει το λάδι για πιο εκλεπτυσμένο άρωμα.
Συνδυάζετε με βασιλικό, σκόρδο, ρίγανη, πάπρικα, πιπέρι, δενδρολίβανο, φασκόμηλο και θυμάρι.
Το κανελόδενδρο, είναι ένα αειθαλές, τροπικό δέντρο που συγγενεύει με τη δάφνη και το αβοκάντο. Στην άγρια μορφή, έχει ύψος 8-17μ., με πράσινα φύλλα και μικρά, ανοιχτοκίτρινα άνθη. Το μπαχαρικό όπως το παίρνουμε από τη φλούδα του κανελόδεντρου, η οποία αφαιρείται σε στρώσεις και ύστερα τρίβεται μέχρι να φτάσει στη μορφή που τη χρησιμοποιούμε.
Εκτός από την τριμμένη κανέλα, στη μαγειρική χρησιμοποιούνται τα ξυλάκια κανέλας, τα οποία συνήθως έχουν μήκος 8εκ. Ωστόσο, μπορούμε να συναντήσουμε ξυλάκια τα 50εκ. ή ακόμα και το 1μ. Η κανέλα αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή και αγαπητά μπαχαρικά που είναι συστατικό σχεδόν στα πάντα, από το Ινδικό μίγμα μπαχαρικών γκαράμ μασάλα και το κάρυ, μέχρι τους λουκουμάδες και τα κουλουράκια κανέλας.
Η ιστορία της κανέλας αρχίζει το 2800 π.Χ. σύμφωνα με τις Κινέζικες αναφορές. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι τη χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή φαρμάκων και καλλυντικών, ενώ ήταν περισσότερο πολύτιμη και από το χρυσό. Οι Ρωμαίοι τη θεωρούσαν ιερή. Τον 1οαι. μ.Χ, 350γραμ. κανέλας άξιζαν όσο 15 κιλά ασήμι. Το Μεσαίωνα, χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο για το βήχα και τον πονόλαιμο. Στην περίοδο της Αναγέννησης, η ζήτηση για κανέλα και τα υπόλοιπα μπαχαρικά οδήγησε στις μεγάλες ανακαλύψεις.
Προέλευση: Ινδία, Ινδονησία, Βιετνάμ, Κίνα, Σρι Λάνκα και Αντίλλες.
Η σύγχρονη ιστορία της κανέλας ταυτίζεται με αυτή της Κεϋλάνης που υπήρξε κύρια πηγή κανέλας. Η Κεϋλάνη, στην οποία υπήρχε άφθονη κανέλα, αποτέλεσε μήλο της έριδος για τις ευρωπαϊκές χώρες. Από τους  Πορτογάλους πέρασε στους Ολλανδούς, οι οποίοι επιθυμώντας να διατηρήσουν το μονοπώλιο που είχαν, όταν πληροφορήθηκαν για την ύπαρξη κανέλας στην Ινδία, δωροδόκησαν και απείλησαν τον Ινδό άρχοντα της περιοχής να την καταστρέψει. Στη συνέχεια, η Κεϋλάνη πέρασε στους Γάλλους και τους Άγγλους. Το 1833 έγινε γνωστή η ύπαρξη κανέλας και σε άλλες περιοχές, Γουιάνα, Μαυρίκιος, κ.ά. Έτσι, έσπασε το μονοπώλιο της Κεϋλάνης και εισήλθαν στην αγορά κανέλας και άλλες χώρες. 
Γλυκιά, ζεστή και αρωματική.Χρησιμοποιήστε τη σε μπισκότα, στα κέικ, στις αρωματικές κρέμες, στις κρέπες, στα ψωμιά, σε γεμιστά τσουρέκια, σε τάρτες μους σοκολάτας, σε ρυζόγαλο, στους λουκουμάδες, στα γλυκά του τηγανιού και στα μήλα. Δοκιμάστε τη και σε ροφήματα όπως cappuccino, Μεξικάνικος καφές και ζεστή σοκολάτα. Στη μαγειρική μπορείτε να τη χρησιμοποιήσετε σε πιάτα κρεατικών και πουλερικών. Πασπαλίστε και παραδοθείτε άνευ όρων στη μαγεία της!Συνδυάζεται με κάρδαμο, τσίλι, γαρύφαλλο κύμινο, γλυκόριζα, μοσχοκάρυδο, αστεροειδή γλυκάνισο και κουρκουμά.


ΚΑΡΔΑΜΟ ή (ΚΑΚΟΥΛΕ)
Φυτό που ανήκει στην οικογένεια του τζίντζερ με δύο είδη ιθαγενή της Ινδίας: το είδος Elettaria που καλείται απλώς κάρδαμο, αληθινό κάρδαμο ή πράσινο κάρδαμο και το είδος Amomum που καλείται μαύρο, καφέ, λευκό ή κόκκινο κάρδαμο. Φύεται σε μέρη με υγρασία, κοντά σε  ποτάμια και λίμνες. Το κάρδαμο, ένα από τα ακριβότερα μπαχαρικά παγκοσμίως.
Το κάρδαμο αγαπήθηκε και χρησιμοποιήθηκε από διάφορους αρχαίους πολιτισμούς, για διάφορες χρήσεις. Στην αρχαία Αίγυπτο το χρησιμοποιούσαν για τη δημιουργία καλλυντικών και αρωμάτων. Στην αρχαία Ινδία, αποτελούσε φάρμακο. Οι αρχαίοι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική, στην παρασκευή αρωμάτων και ως φάρμακο. Στη μαγειρική το χρησιμοποιούνταν και στην αρχαία Ρώμη όπου ήταν ένα από τα δημοφιλέστερα ανατολίτικα μπαχαρικά. Τον 1οαι. μ.Χ. εισάγονταν στην Ρώμη από την Ινδία μεγάλες ποσότητες κάρδαμου. Εισάγεται τον 2οαι. μ.Χ.  στη Ρωμαϊκή Αλεξάνδρεια.
Χρησιμοποιείται στις Αραβικές χώρες για να βελτιώσει τη γεύση του καφέ, ενώ στη Σουηδία είναι περισσότερο δημοφιλές ακόμα και από την κανέλα. Στη χώρα μας καταναλώνεται ως μπαχαρικό με ευεργετικές για την υγεία ιδιότητες.
Προέλευση: Ινδία, Νεπάλ, Βιετνάμ, Καμπότζη, Μαλαισία, Σρι Λάνκα, Τανζανία και Γουατεμάλα.
Γεύση γλυκιά και ταυτόχρονα ελαφρώς πικάντικη που θυμίζει λεμόνι.
Δοκιμάστε το με κοτόπουλο, κρέας, ψάρι, σούπες λαχανικών και σαλάτες. Στη ζαχαροπλαστική χρησιμοποιείται στα πασχαλινά τσουρέκια.Συνδυάζεται με μπαχάρι, τσίλι, κανέλα, κόλιανδρο, κύμινο, τζίντζερ, πάπρικα, αστεροειδή γλυκάνισο και κουρκουμά.

ΚΑΡΥ
Το κάρυ είναι  μίγμα μπαχαρικών, το οποίο θα βρείτε σε αμέτρητες εκδοχές. Συνήθως περιέχει κουρκουμά στον οποίο οφείλετε το χρυσοκιτρινο χρώμα. Ακομη κιτρινόριζα,κολιανδρο,κύμινο, παπρικα κ.α. Ανάλογα με την περιοχή, τις συνήθειες, τα μπαχαρικά και την ποσοτητα που χρησιμοποιουν καθε φορά.
Σε καθε μίγμα η πικάντικη γευση είναι διαφορετικής εντασεις στο κάψιμο, το χρώμα κλπ. Εξαρτάτε απο τα συστατικα του ποσο καυτη ή πιο ηπια γεύση έχει.
Το κάρυ ταιριάζει απόλυτα με το κοτοπουλο, το ρύζι, τις πατατοσαλάτες, τα βραστά αυγά, τις γαρίδες. Χρησιμοποιείτε σε ντρέσιγκ για σαλάτες, λαχανικα και σούπες.

ΚΟΛΙΑΝΔΡΟ (ή ΚΟΡΙΑΝΔΡΟ)
Φυτό αυτοφυές στις Μεσογειακές χώρες και στη Δυτική Ασία. Σήμερα καλλιεργείται σε πολλές χώρες ανά την υφήλιο. Το φυτό φτάνει τα 80εκ. ύψος. Έχει σκουροπράσινα φύλλα, πανέμορφα άνθη με ιδιαίτερο ροζ, μοβ ή λευκό χρώμα σε σχήμα ομπρέλας σχηματίζονται και παράγονται οι σπόροι. 
Τα φρέσκα φύλλα χρησιμοποιούνται για το άρωμά τους στην Πορτογαλική, Λατινοαμερικάνικη και Ασιατική κουζίνα. Στην Ταϋλανδέζικη κουζίνα χρησιμοποιείται στη μαγειρική ακόμα και η ρίζα του φυτού. Είναι ένα από τα αρχαιότερα μπαχαρικά καθώς υπάρχουν αναφορές για χρήση από το 5000 π.Χ. λόγος που είναι συστατικό σε μίγματα όπως κάρυ.
Οι σπόροι χρησιμοποιούνται στις περισσότερες χώρες του κόσμου, μερικές χρησιμότερα μπαχαρικά στη μαγειρική διότι ταιριάζουν σχεδόν με κάθε συνδυασμό μπαχαρικών, αλμυρό ή γλυκό και φέρνουν την ισορροπία σε μίγματα φορές και σε συνδυασμό με το φρέσκο βότανο. Θεωρούνται ένα από τα αποτελούμενα από γλυκά και πικάντικα μπαχαρικά. Αυτός είναι και ο λόγος που είναι συστατικο σε μείγματα όπως καρυ. Οι σπόροι συνιστάται να αγοράζονται ολόκληροι, καθώς είναι εύκολο να αλεσθούν. 
Στα τέλη της εποχής του Χαλκού οι εισβολείς που εισέβαλαν στη Βρετανία, έφεραν μαζί τους κόλιανδρο, το οποίο χρησιμοποιούσαν για να αρωματίσουν το χυλό κριθαριού που έφτιαχναν. Στη συνέχεια, οι Βρετανοί αφού γνώρισαν το κόλιανδρο, το ανακάτευαν με κρασί και κύμινο και με το μίγμα αυτό συντηρούσαν το κρέας.Στην Ελλάδα καλλιεργούνταν τουλάχιστον από το 2000 π.Χ. Σε πινακίδα Γραμμικής Β γραφής που ανακαλύφθηκε στην Πύλο αναφέρεται ότι καλλιεργούνταν για την παρασκευή αρωμάτων. Οι σπόροι του χρησιμοποιούνταν ως μπαχαρικό και τα φύλλα του ως βότανο. Ο Ιπποκράτης (4οςαι. π.Χ.) συνιστούσε τη χρήση του ως φάρμακο.Ήταν πολύ σημαντικό και για τους Αιγύπτιους, καθώς έχει βρεθεί σε Αιγυπτιακούς τάφους. Ήταν γνωστό και στους Ισραηλίτες καθώς αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ότι το μάννα μοιάζει με το σπόρο του κόλιανδρου.Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης χρησιμοποιούνταν ως αφροδισιακό αλλά και ως μπαχαρικό/αρωματικό για τα φαγητά. Με την κατάκτηση του Μεξικού και του Περού, οι Ισπανοί κατακτητές το έφεραν μαζί τους και σύντομα έγινε απαραίτητο συστατικό του τσίλι. 
Προέλευση: Ολλανδία, Ρωσία, Ασία (Ινδία), ΗΠΑ, Κεντρική και Λατινική Αμερική, Μαρόκο.
 Οι σπόροι είναι το μπαχαρικό με γλυκιά, πικάντικη, λίγο πιπεράτη, με μια υποψία πορτοκαλιού. Το βότανο, φρέσκο, έχει γεύση που θυμίζει πιπέρι, μέντα και λεμόνι. Η γεύση των σπόρων μπορεί να ενισχυθεί με ελαφρύ ψήσιμο πριν από το άλεσμα.
Χρησιμοποιείται κυρίως σε όλες τις χώρες, σε κάποιες κουζίνες της Μέσης Ανατολής, της Μεσογείου, της Ασίας, Στο Βιετνάμ στην Ασία. Το χρησιμοποιούν στο αρνί, το κατσίκι και άλλα είδη κρέατος. Ενισχύει το κοτόπουλο, όλα τα λαχανικά, τις σαλάτες, ψάρια και θαλασσινά. Χρησιμοποιήστε το στα ψάρια, μύδια, γαρίδες, λαχανοντολμάδες και μανιτάρια και παραδοθείτε στην πλούσια γεύση τους. Χρησιμοποιείστε το και στη ζαχαροπλαστική, στο ψωμί, σε λικέρ, ακόμη και σε μαρμέλαδες.
Τα φύλλα του κόλιανδρου μπορούν να συνδυασθούν με βασιλικό, άνηθο, σκόρδο, λεμονόχορτο και μαϊντανό. Οι σπόροι συνδυάζονται άρτια με όλα τα μπαχαρικά  αλλά ταιριάζουν καλύτερα με το μπαχάρι, το κάρδαμο, το κάρβι, το τσίλι, την κανέλα, το γαρύφαλλο, το κύμινο, τους μαραθόσπορους, το τζίντζερ, το πιπέρι και τον κουρκουμά.
ΚΟΥΡΚΟΥΜΑΣ (ή ΚΙΤΡΙΝΟΡΙΖΑ)
Πολυετές φυτό ανήκει που ανήκει γένος curcura και στην οικογένεια των Ζιγγιβερίδων με προέλευση από τη Νότια Ασία και την Πολυνησία. Το φυτό με την επιστημονική ονομασία Curcuma longa αποκαλείται αλλιώς «Ινδικό σαφράν» λόγω του χαρακτηριστικού κίτρινου χρώματός του που μοιάζει με  σαφράν. Επειδή είναι οικονομικότερο από αυτό, ο κουρκουμάς πολλές φορές χρησιμοποιείται ως υποκατάστατό του. 
Ο κουρκουμάς χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό, φάρμακο, χρωστική και καλλυντικό. Στην Ασία, οι γυναίκες βάφουν το δέρμα τους με χρυσαφένιο μείγμα κουρκουμά διαλυμένου σε νερό, ενώ οι Ινδουιστές στις θρησκευτικές τους τελετές βάφουν με αυτό τους ιερούς τους χιτώνες. 
Το κίτρινο χρώμα του οφείλεται σε μία φυσική χρωστική ουσία του, την κουρκουμίνη που έχει ευεργετική για τον ανθρώπινο οργανισμό δράση. 
Την αξία του φυτού είχαν αναγνωρίσει Οι Αρχαίοι λαοί που το  χρησιμοποιούσαν Ως φάρμακο και ως χρωστική ουσία. Ο κουρκουμάς αναφέρεται για πρώτη φορά το 6000 π.Χ. σε ιερό κείμενο των Ινδουιστών. Κατά το 600 π.Χ. αναφέρεται η χρήση του από τους Ασσύριους που το χρησιμοποιούσαν ως χρωστική ουσία στην παρασκευή μπαχαρικών. Το φυτό ήταν γνωστό και στην αρχαία Ελλάδα και αναφέρεται από το Διοσκουρίδη. 
Την περίοδο που αρχίζουν οι μεγάλες ανακαλύψεις, το 13οαι., ο Μάρκο Πόλο αναφέρει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Κίνα, ότι ο κουρκουμάς μοιάζει με το σαφράν στο χρώμα και το άρωμα, παρόλο που στην πραγματικότητα δεν είναι σαφράν. Στην Ευρώπη μέχρι τον 20οαι. δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές φυτό. Δεν το χρησιμοποιούσαν ως καρύκευμα ή ως φάρμακο, αλλά δημιουργούσαν από αυτό βαφές και χαρτί. Έφτιαχναν χαρτί γιατί ήδη από το 1870 είχαν ανακαλύψει ότι ο κουρκουμάς αποκτά καφεκόκκινο χρώμα όταν εκτίθεται σε αλκαλικά και με το χαρτί από κουρκουμά ήλεγχαν την αλκαλικότητα. Ενδιαφέρον για τις θεραπευτικές του ιδιότητες, αρχίζει να εκδηλώνεται μόλις το 1920 στη Γερμανία, όπου ξεκινάει οργανωμένη επιστημονική έρευνα. Τη δεκαετία του 1990 αναγνωρίζεται επισήμως από κορυφαίους επιστήμονες η ευεργετική του δράση. Μία νέα εποχή αρχίζει για το θαυματουργό φυτό με το υπέροχο φωτεινό χρώμα. 
Προέλευση: Ινδία, Κίνα, Μαλαισία, Αυστραλία, Λατινική Αμερική και Αφρική. 
Ως μπαχαρικό έχει ΘΕΡΜΗ, πικρή και ελαφρώς στυφή γεύση.Ταιριάζει στο κοτόπουλο, κρέας, ψάρι, θαλασσινά, λαχανικά, αυγά, σούπες και σάλτσες για σαλάτες. Δοκιμάστε το στα ζυμαρικά και το ρύζι και βάλτε μικρές Ασιατικές πινελιές στο καθημερινό σας γεύμα.Συνδυάζεται με κανέλα γαρύφαλλο, μπαχάρι, κάρδαμο, τσίλι, πάπρικα, μαραθόσπορους, σινάπι, τζίντζερ, λεμονόχορτο, μαϊντανό και σκόρδο.
ΚΡΑΝΟ
Η κρανιά είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο που ανήκει στην οικογένεια των Κρανειοειδών (Cornaceae). Προέρχεται από τη νότια Ευρώπη και τη νοτιοδυτική Ασία αυτοφύεται και στη χώρα μας. Η κρανιά είναι γνωστή για τους θρεπτικούς κόκκινους καρπούς της, τα κράνα, που πολλές φορές συνδέονται λανθασμένα με ένα διαφορετικό είδος προερχόμενο από τη Βόρεια Αμερική, το κράνμπερι (Vaccinium macrocarpon). Το δέντρο της κρανιάς ύψους 5-12μ. έχει λογχοειδή φύλλα, κόκκινους καρπούς και κίτρινα άνθη που εμφανίζονται την άνοιξη. Συνήθως φύεται σε ορεινές περιοχές.
Τα κράνα λόγω της υψηλής διατροφικής αξίας και των θεραπευτικών ιδιοτήτων που διαθέτουν χρησιμοποιούνται για την παρασκευή φαρμάκων. Στη χώρα μας χρησιμοποιούνται για εμπορική χρήση από βιοτεχνίες που παράγουν λικέρ.
Το κράνο αναφέρεται και από τον Όμηρο στην Οδύσσεια όπου η Κίρκη κερνάει τον Οδυσσέα κράνα. 
Προέλευση: Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία, Τουρκία. Στη χώρα μας φύονται κρανιές στις Σέρρες, στη Κοζάνη, στην Ημαθία, στη Ροδόπη και στην Ήπειρο. 
Οι κατακόκκινοι θρεπτικοί καρποί, με την ιδιαίτερη ξινή γεύση,  χρησιμοποιούνται παραδοσιακά για τη δημιουργία σπιτικού λικέρ, ενώ παράλληλα μπορούν να αποτελέσουν συστατικό σε γευστικές γρανίτες και τσάι. Χρησιμοποιήστε τα για να δημιουργήσετε γλυκά εδέσματα, μαρμελάδες, γλυκά του κουταλιού, κομπόστες, φρουτοσαλάτες ακόμα και παγωτό από κράνα.Χρησιμοποιείται σε πολλά γλυκά πιάτα. Συνδυάζονται άρτια με γαρούφαλλο, κανέλα και βανίλια.
ΚΡΟΚΟΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
Κρόκος το «κόκκινο χρυσάφι» συγκαταλέγεται στα πιο πολύτιμα μπαχαρικά των αρχαίων πολιτισμών, για το άρωμα, το χρώμα και τις αφροδισιακές του ιδιότητες.
Η λέξη κρόκος με την έννοια φυτό την συναντάμε από τα πρώτα κείμενα του κόσμου στον Όμηρο, τον Σοφοκλή και τον Αριστοφάνη. Στην ιατρική από τον Ιπποκράτη, τον Διόσκουρο και τον Γαληνό και άλλους γιατρούς της αρχαιότητας, συναντάμε τη λέξη με την έννοια του φαρμάκου ή βοτάνου. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς την χώρα προέλευσής του. Μερικοί υποστηρίζουν Ανατολή ότι προέρχεται από τις χώρες της Ανατολής και άλλοι ότι είναι ελληνική. Το πιθανότερο είναι ότι οι Άραβες το χρησιμοποιούσαν σαν φάρμακο και το μετέφεραν στην Ισπανία από όπου μεταδόθηκε στην Ευρώπη. Η σημερινή πάντως καλλιέργεια στην Ελλάδα ήλθε από την Αυστρία 1709.
Η περιοχή που καλλιεργείται σήμερα εκτείνεται από την πόλη της Κοζάνης ως την λίμνη Πολύφωτου. Πληροί όλες τις ιδανικές συνθήκες καλλιέργειας του «κόκκινου χρυσαφιού». Από τα μέσα του φθινοπώρου η πεδιάδα μεταμορφώνεται σε μία θάλασσα από χρώματα ανθών που ποικίλουν από πορτοκαλί και βιολετί ως βαθύ μπλε. Ο θησαυρός όμως κρύβεται στο εσωτερικό των λουλουδιών στα νήματα. Χρειάζονται 150.000 άνθη για να πάρουμε ένα κιλό αποξηραμένα στίγματα σαφράν. Τα λουλούδια βγαίνουν κατά τα μέσα Οκτωβρίου και μαζεύονται από συντροφιές κατά κανόνα γυναικών. (διάρκεια 20-25 ημέρες). Αν ο κρόκος ξεραθεί κανονικά διατηρεί αναλλοίωτες τις ιδιότητές του (χρώμα – άρωμα) ενώ παράλληλα βελτιώνει την ποιότητά του. Χρειάζεται 30-60 ημέρες για να ξεραθεί.
Ο κρόκος Κοζάνης ξεχωρίζει για την άριστη ποιότητά του, που τον κατατάσσει στην πρώτη κατηγορία. Προστατεύεται από τον Αναγκαστικό Συνεταιρισμό Κροκοπαραγωγών Κοζάνης που ιδρύθηκε το 1971 και απαρτίζεται από 1600 μέλη. Παράλληλα ο Συνεταιρισμός δημιούργησε τις αναγκαίες υποδομές προώθησης και προβολής στο εξωτερικό το κρόκο Κοζάνης.
Έχει αποκτήσει σήμα Βεβαίωση Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) «Κρόκος Κοζάνης». Η συγκέντρωση του προϊόντος στο Συνεταιρισμό αρχίζει μετά την ξήρανση, διαλογή και καθαρισμό των στιγμάτων. Οι Μορφές στις οποίες διατίθεται το προϊόν:                    
Α) Λεπτού νήματος.
Β) Σκόνης (ύστερα από άλεσμα των λεπτών νημάτων).
Χώρες κατανάλωσης: Ευρώπη και κάτω χώρες, Ιαπωνία. Γίνεται προώθηση στην Αμερική και Ρωσία.
Γευστικός και ωφέλιμος έχει μπει, για τα καλά στις ζωές μας. Έχει αντικαρκινικές ιδιότητες, αντιοξειδωτική δράση, βοηθά στη μείωση της αρτηριακής πίεσης, βελτιώνει την μνήμη, ευεργετεί το πεπτικό και τα νεφρά δρα ως αφροδισιακό.
Με τη χρήση του στην μαγειρική, ζαχαροπλαστική, τυροκομική, ποτοποιΐα εκτός από την γεύση του μας μεταφέρει και τις ιδιότητές του. Χρησιμοποιήστε το στα φαγητά σας. σε πατάτες με κοτόπουλο, σε ριζότο με θαλασσινά κ.ά. Στα γλυκά σας, κέϊκ, παγωτά.  Στα ροφήματά σας και στα ποτά σας. Απολαύστε την χαρακτηριστική γεύση του παίρνοντας τις ιδιότητές του
ΚΥΜΙΝΟ
Μπαχαρικό με γήινο, πικάντικο, ζεστό και ταυτόχρονα γλυκό άρωμα. Πρόκειται για τους σπόρους ενός μικρού φυτού ύψους 60εκ. Οι αδύναμοι βλαστοί του φυτού αυτού λυγίζουν κάτω από το βάρος των καρπών, οι οποίοι εμφανίζονται στη θέση των μικροσκοπικών λευκών ή ροζ λουλουδιών. Τα πρασινομπλέ φύλλα μοιάζουν λίγο με τα φύλλα του μάραθου.
Οι σπόροι έχουν χρώμα που ποικίλλει σε όλους τους τόνους του καφέ. Οι αρωματικοί αυτοί σπόροι είναι δημοφιλείς σε όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, αλλά είναι ιδιαίτερα αγαπητοί στην Ασία. Αποτελούν συστατικό στο Ινδικό κάρυ και σε πολλά πιάτα της Μέσης Ανατολής. Παράλληλα, οι σπόροι αποτελούν συστατικό στα pretzels της Αλσατίας, στο Μεξικάνικο τσίλι και στο Μαροκινό κουσκούς, ενώ στην Ολλανδία τοποθετούνται μαζί με γαρίφαλα μέσα στο τυρί. Από τους σπόρους εξάγεται ένα αιθέριο έλαιο που είναι συστατικό σε αρώματα και λικέρ όπως το Γερμανικό ποτό kümmel. 
Η ιστορία του κύμινου ξεκινάει 5000 χρόνια πριν. Σπόροι κύμινου έχουν βρεθεί Αιγυπτιακές πυραμίδες του Παλιού Βασιλείου. Στην αρχαία Αίγυπτο χρησιμοποιούνταν ως καρύκευμα για το φαγητό. Οι αρχαίοι Έλληνες το είχαν σε πολύ μεγάλη εκτίμηση. Είχαν πάντα ένα πιάτο με κύμινο πάνω στο μεσημεριανό τραπέζι, παράδοση που εξακολουθεί να υπάρχει στο Μαρόκο. Το χρησιμοποιούσαν ως καρύκευμα, ως φάρμακο και είχαν γράψει για τα πλεονεκτήματα που έχει για την υγεία του ανθρώπου. Για τους ίδιους λόγους το χρησιμοποιούσαν και οι αρχαίοι Ρωμαίοι.
Προέλευση: Μάλτα, Σικελία, Μαρόκο, Τουρκία, Συρία, Ιράν, Πακιστάν, Ινδία, Κίνα, Μεξικό. Καλύτερης ποιότητας κύμινο θεωρείται ότι παράγει το Ιράν.
Δυνατή, ζεστή και σχετικά πικρή γεύση.Χρησιμοποιείται στην Ινδική κουζίνα ως αρωματική ουσία στο κάρυ και σε καρυκεύματα σε όλους τους Ινδικούς κεφτέδες. Δοκιμάστε το στο αρνί, στα τουρσιά, στα όσπρια, κυρίως στα ρεβίθια και τις φακές, στον παστουρμά, στο κιμά, τα σουτζουκάκια και σε όλα το πιάτα της Ανατολίτικης κουζίνας. Στο ψωμί, κέικ και τυριά, τσαντέϊ. Πολίτικη κουζίνα: Σουτζουκάκια χωρίς κύμινο δεν είναι σουτζουκάκια.Συνδυάζεται ιδανικά με μπαχάρι, κάρδαμο τσίλι, κανέλα, γαρύφαλλο, μάραθο, τριγωνέλλα, τζίντζερ, σινάπι, πάπρικα και κουρκου
ΛΙΝΑΡΟΣΠΟΡΟΣ
Είναι το σπέρμα μιας ποικιλίας του είδους Linum usitatissimum με προέλευση από τη Μεσογειακή Ευρώπη. Πρόκειται για μονοετές φυτό που ανήκει στην οικογένεια των Λινιδών και ευδοκιμεί σε εύκρατο κλίμα. Έχει στενά τριχωτά φύλλα και γαλάζια, μπλε, λευκά ή ροζ άνθη, τα οποία εμφανίζονται τον Ιούνιο και τον Ιούλιο. Οι σπόροι του είναι ελαφρώς μεγαλύτεροι από αυτούς του σουσαμιού και το χρώμα τους μπορεί να είναι μελί όπως το κεχριμπάρι ή καφεκόκκινο ή στην καφέ. Η συγκομιδή των σπόρων του γίνεται το φθινόπωρο, αφού πρώτα ωριμάσουν πλήρως. Ο λιναρόσπορος χρησιμοποιείται στη μαγειρική, ζαχαροπλαστική. Από αρχαιοτάτων χρόνων κατασκευάζεται από τις κλωστικές ίνες του το περίφημο λινό ύφασμα. 
Ο λιναρόσπορος ήταν ένα από τα από τα πρώτα φυτά που καλλιεργήθηκαν από τον άνθρωπο, ήδη από την εποχή του Λίθου. Το παλιότερο αρχαιολογικό εύρημα είναι από το 34.000 π.Χ. στην προϊστορική Γεωργία. Ίχνη υφάσματος από λινάρι έχουν βρεθεί σε οικισμούς σε Ελβετική λίμνη και την Τουρκία (7000π.Χ.)Οι αρχαίοι λαοί γνώριζαν τις θεραπευτικές του ιδιότητες και το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο.Για τους Αιγύπτιους, ο λιναρόσπορος ήταν ήδη γνωστός από το 5000 π.Χ.Ο λιναρόσπορος ήταν γνωστός στην Ελλάδα και την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Χρησιμοποιούνταν στη μαγειρική και είχε αναγνωρισθεί η αξία του ως φάρμακο.Το φυτό έφτασε στις ΗΠΑ μαζί με τους Ευρωπαίους αποίκους. Μετά τα μέσα του 18ουαι. αρχίζει η βιομηχανική παραγωγή για εμπορικούς σκοπούς. Στον Καναδά που είναι σήμερα η χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή λιναρόσπορου παγκοσμίως, έφτασε το 17οαι. 
Προέλευση: ΗΠΑ και Καναδάς, Ασία (Κίνα, Ινδία, Μπαγκλαντές, Ιράκ), Αφρική (Αίγυπτος, Αιθιοπία), Ευρώπη (Βέλγιο, Ολλανδία, Γαλλία, Ουκρανία, Ρωσία, Λευκορωσία, Πολωνία, Λιθουανία, Ελλάδα), Λατινική Αμερική (Αργεντινή).
Ζεστή γλυκιά γεύση που μοιάζει με αυτή του καρυδιού και του σιταριού. Ο σκούρος λιναρόσπορος που δεν έχει υποστεί επεξεργασία έχει πιο πικρή γεύση από τον αποφλοιωμένο που έχει χρυσαφί χρώμα και πιο ήπια γεύση.Αφήστε τους λιναρόσπορους σε ένα μπολ με νερό όλη τη νύχτα για να μαλακώσουν και απολαύστε τους το πρωί με τα δημητριακά, το γάλα και το γιαούρτι, μούσλι, smoothies. Βάλτε τους ακόμα σε σαλάτες και στις σε σούπες. Χρησιμοποιήστε ακόμα αλεύρι από λιναρόσπορο για να φτιάξετε ψωμί, κέικ, μπάρες δημητριακών, μπισκότα, κουλουράκια.Συνδυάστε το αλεύρι λιναρόσπορου με κανέλα γαρύφαλλο και δημιουργήστε μοναδικά γλυκά αρτοσκευάσματα.
ΜΑΧΛΕΠΙ
Μπαχαρικό με άρωμα που θυμίζει κεράσι, αμύγδαλο, λουλούδι και ταυτόχρονα μάρτσιπαν. Το παίρνουμε από το κουκούτσι ενός μικρού μαύρου αγριοκέρασου ενός φυλλοβόλου δέντρου με πατρίδα την Τουρκία και τη Νότια Ευρώπη. Το δέντρο αυτό ανήκει στην οικογένεια Rosaceae και είναι συγγενής της ροδακινιάς και της δαμασκηνιάς. Φτάνει τα 12μ. ύψος και έχει μακριά, οβάλ, ανοιχτοπράσινα φύλλα και λευκά άνθη. Οι καρποί είναι πράσινοι και όταν ωριμάζουν αποκτούν μαύρο χρώμα. Η συγκομιδή τους γίνεται όταν βρίσκονται στο στάδιο της ωρίμανσης. Οι πυρήνες, οι οποίοι μοιάζουν με δάκρυα, είναι καφετί και στο εσωτερικό τους κρεμ.
Το μαχλέπι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στη Μέση Ανατολή και στην Τουρκία για τη δημιουργία αρωμάτων και φαρμάκων. Στη συνέχεια έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα μπαχαρικά της Τουρκικής κουζίνας. Το ιδιαίτερο αυτό μπαχαρικό της Ανατολής χρησιμοποιείται στη μαγειρική της χώρας μας, στην Κύπρο, Τουρκία και στις Αραβικές χώρες από τη Συρία μέχρι και τη Σαουδική Αραβία. 
Προέλευση: H χώρα με την μεγαλύτερη παραγωγή μαχλέπι είναι το Ιράν και ακολουθεί η Τουρκία και η Συρία. 
Γεύση που θυμίζει καρύδι, εμπλουτισμένη με την απαλή γλύκα του αμυγδάλου. Πικρή επίγευση.Χρησιμοποιήστε το σε ροφήματα, στα ψωμιά, στα τσουρέκια, στα κουλουράκια, στα μπισκότα, στις βασιλόπιτες, στα κέικ, πίτες γλυκές και γενικά στη ζαχαροπλαστική και την αρτοποιεία.Συνδυάζεται με μπαχάρι, κανέλα, γαρύφαλλο, κόλιανδρο (σπόροι), μοσχοκάρυδο, τζίντερ, παπαρουνόσπορο και σουσάμι.
ΜΟΣΧΟΚΑΡΥΔΟ
Αειθαλές, τροπικό δέντρο με πατρίδα τα νησιά Banda της Ινδονησίας. Η μοσχοκαρυδιά είναι ένα ψηλό δέντρο ύψους 7-10μ., με γυαλιστερά φύλλα. Χρειάζεται 15 χρόνια για να ωριμάσει πλήρως και παράγει καρπούς για 40 χρόνια. Έχει κιτρινωπούς καρπούς που μοιάζουν με βερίκοκα. Η συγκομιδή των καρπών γίνεται μετά την ωρίμανση. Απομακρύνεται η εξωτερική φλούδα του καρπού, η λευκή σάρκα και το πορτοκαλοκόκκινο δαντελωτό περίβλημα που είναι γνωστό ως «ανθός του μοσχοκάρυδου» ή «μασίς» (mace). Στη συνέχεια, οι σπόροι, οι οποίοι καλύπτονται από το κέλυφο, αποξηραίνονται για 6-8 εβδομάδες μέχρι ο πυρήνας, δηλαδή το μοσχοκάρυδο, να κροταλίσει ενώ βρίσκεται μέσα στο κέλυφός του. Όταν συμβεί αυτό σπάει το κέλυφος και απομακρύνεται το μοσχοκάρυδο που είναι έτοιμο για χρήση. Χρησιμοποιείται πολύ στην Ευρώπη όπου ενισχύει μοναδικά πλήθος εδεσμάτων από τη Γαλλική μπεσαμέλ και τα ραγκού μέχρι το Σκανδιναβικό κρασί glogg, στο οποίο χαρίζει το ζεστό άρωμά του. Οι Άραβες το χρησιμοποιούν σε πιάτα με αρνίσιο κρέας και στη Βόρεια Αφρική αποτελεί συστατικό στο περίφημο Μαροκινό μίγμα μπαχαρικών Ras el hanout. 
Οι πρώτες ιστορικές γραπτές αναφορές που υπάρχουν είναι από το Ρωμαίο συγγραφέα Πλίνιο και τοποθετούνται χρονικά στον 1οαι. Οι Ινδοί το χρησιμοποιούσαν για πυρετό, κακή αναπνοή και πονοκεφάλους και οι Άραβες ως αφροδισιακό. Το μοσχοκάρυδο ήρθε στην υπόλοιπη Ευρώπη το Μεσαίωνα από τους Άραβες διαμέσου της Βενετίας. Ήταν εξαιρετικά ακριβό μπαχαρικό.
Η ιστορία του μοσχοκάρυδου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτή του νησιού Run που ήταν κύρια πηγή μοσχοκάρυδου. Στα τέλη του 1400 οι Πορτογάλοι έφτασαν στο Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας και πήραν τον έλεγχο του εμπορίου μοσχοκάρυδου.
Κύρια περιοχή τροφοδοσίας μοσχοκάρυδου ήταν το Νησί Run, το οποίο πέρασε στα χέρια των Ολλανδών. Το νησί αποτέλεσε μήλο της έριδος για την Ολλανδία και ηταν η αιτία των πολέμων μεταξύ των δύο χωρών. Όταν απέκτησαν οι Βρετανοί τον έλεγχο του νησιού Run, άρχισαν να φυτεύουν μοσχοκαρυδιές στη Γρενάδα και τη Ζανζιβάρη. Αυξήθηκε η παραγωγή μοσχοκάρυδου παγκοσμίως και μειώθηκε η τιμή του. 
Προέλευση: Ινδία, Ινδονησία, Μαλαισία, Σρι Λάνκα, Νέα Γουινέα και Γρενάδα ή όπως αλλιώς καλείται «το Νησί του Μοσχοκάρυδου». Παρόλο που η Γρενάδα ήταν στο παρελθόν μία πολύ σημαντική πηγή μοσχοκάρυδου, τα τελευταία χρόνια μειώθηκε κατακόρυφα η παραγωγή της εξαιτίας του τυφώνα Ιβάν που το 2004 κατέστρεψε πολύ μεγάλο μέρος των μοσχοκαρυδιών.
Πλούσια, ζεστή, αρωματική γεύση.Ταιριάζει σε γλυκές παρασκευές όπως σε πουτίγκες, μπισκότα, μηλόπιτες, καρυδόπιτες, τάρτες φρούτων. Χρησιμοποιείται σε πιάτα με πατάτες, καρότα και σελινόριζα. Είναι ιδανικό μπαχαρικό για το σπανάκι, γιατί ισορροπεί τη μεταλλική του γεύση. Επίσης είναι απαραίτητο συστατικό στην μπεσαμέλ, τον πουρέ πατάτας, σε κρεατόπιτες, σε πουλερικά, σε σάλτσες, τυριά, τυρόπιτες και γενικότερα πιάτα που περιέχουν γαλακτοκομικά.Συνδυάζεται άψογα με μπαχάρι, κανέλα, γαρύφαλλο και τζίντζε
ΜΠΑΧΑΡΙ
Η ονομασία του δεν είναι τυχαία. Λέγεται έτσι γιατί το άρωμά του θυμίζει συνδυασμό διαφόρων μπαχαρικών, με σύνθετο άρωμα και  περίπλοκη γεύση. Στα Κινέζικα λέγεται «Πιπέρι των εκατό γεύσεων», στα Γερμανικά λέγεται«Τέσσερα μπαχαρικά» (Viergewürz), και στα Αγγλικά «Όλα τα μπαχαρικά»(Allspice), ονομασίες που εξηγούν ότι στην πικάντικη γεύση του, στο ζεστό άρωμά του υπάρχουν νότες κανέλας, γαρίφαλου, μοσχοκάρυδου, πιπεριού και χιλιάδων άλλων καρυκευμάτων. Είναι ο αποξηραμένος καρπός ενός αειθαλούς τροπικού δέντρου που είναι αυτοφυές στη Τζαμάικα, Κούβα, Γουατεμάλα, Ονδούρα και στο Νότιο Μεξικό. Το τροπικό αυτό δέντρο με τους σφαιρικούς καρπούς έχει ύψος που φτάνει τα 7-12μ. Η συγκομιδή των καρπών γίνεται με τα χέρια, όσο οι καρποί είναι ακόμα πράσινοι, όταν αποκτήσουν το τελικό τους μέγεθος. Οι καρποί αποξηραίνονται και αποκτούν το χαρακτηριστικό καφεκόκκινο χρώμα με το οποίο είναι γνωστοί. Οι αποξηραμένοι καρποί χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην ποτοποιία (ρούμι, λικέρ και γλυκό κρασί) και στη βιομηχανία τροφίμων για την παρασκευή ketchups και άλλων προϊόντων.
Το 1500 π.Χ. το χρησιμοποιούσαν οι Μάγιας της Λατινικής Αμερικής ως καρύκευμα. Οι Αζτέκοι το χρησιμοποιούσαν ως γλυκαντική ουσία για το ρόφημα σοκολάτας. Στην Ευρώπη εισήλθε για πρώτη φορά στις αρχές του 16ου αιώνα με το Χριστόφορο Κολόμβο.Μετά το 1600 το μπαχάρι χρησιμοποιούνταν ευρέως στην Ευρώπη και αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους Άγγλους, λόγος για τον οποίο ονομάστηκε και Αγγλικό μπαχαρικό.
Προέλευση: Τζαμάικα, Κούβα, Γουατεμάλα, Ονδούρα, Μεξικό.
Πικάντικη πιπεράτη γεύση που θυμίζει γαρίφαλο, κανέλα και μοσχοκάρυδο.Το τριμμένο μπαχάρι ταιριάζει στα λουκάνικα, χοιρινό, μαρινάδες για κρέας και κοτόπουλο και στο πατέ. Ταιριάζει ακόμα σε σάλτσες με κρασί ή ντομάτα, στα τουρσιά, στη σάλτσα barbecue, στις περισσότερες λευκές σάλτσες αλλά και σε πίτες. Στη ζαχαροπλαστική μπορείτε να το χρησιμοποιήσετε σε κομπόστες, κέικ, στις κρέμες μπαβαρουάζ, πουτίγκες και πίτες με γλυκές κολοκύθες, μπισκότα. Κατάλληλο για φαγητά κατσαρόλας (στιφάδο, κοκκινιστό στο κ.ά.), σε συνταγές κυρίως για κυνήγι στο σουκραν σπανάκι, (λάχανο, τουρσί).Συνδυάζεται με κανέλα, γαρύφαλλο, μοσχοκάρυδο, τζιντζερ και πιπερι.
ΜΠΟΥΚΟΒΟ
Αυτή η σλάβικη λέξη σημαίνει καυτερό. Το μπούκοβο ή αλλιώς «μεσογειακό τσίλι» είναι μπαχαρικό που δημιουργείται από αποξηραμένες ψιλοκομμένες κόκκινες καυτερές πιπεριές. Δε λείπει ποτέ από το τραπέζι των Βορειοελλαδιτών. 
Λέγεται ότι ή ονομασία μπούκοβο δόθηκε στη γνωστή κόκκινη πιπεριά από έναν καλόγερο που την καλλιεργούσε το 16οαι. σε ένα μοναστήρι στη Σερβία. Μπούκοβο ονομάστηκε και το μοναστήρι, στο οποίο καλλιεργούνταν η ομώνυμη πιπεριά. 
Προέλευση: Μεσογειακές και Βαλκανικές χώρες Ελλάδα και Τουρκία.
Καυτή γεύση πιο ήπια συγκριτικά με αυτή των πιπεριών τσίλι.Χρησιμοποιείται στο λάχανο τουρσί, στο βούτυρο, στο τας-κεμπαπ. Συνιστάται για τον πατσά και γενικότερα για σούπες, βραστά αλλά και ψητά. Δοκιμάστε το στη φασολάδα, στον κιμά και στο κους-κους. Μπορείτε να το προσθέσετε επίσης και στα κίτρινα τυριά για πιο πικάντικη επίγευση.Ως «μεσογειακό τσίλι» αποτελεί συστατικό πολλών μεσογειακών γεύσεων. Το συνδυάζουμε με ρίγανη, μαντζουράνα, βασιλικό, μαϊντανό, σκόρδο, πάπρικα.
ΠΑΠΑΡΟΥΝΟΣΠΟΡΟΣ
Η λέξη παπαρούνα αποτελεί κοινή ονομασία των 100 περίπου ειδών του γένους Μήκων (Papaver) της οικογένειας των Μηκωνοειδών (Papaveraceae). Πρόκειται για ποώδες, αγγειόσπερμο και δικότυλο φυτό που φύεται σε περιοχές με εύκρατο ή ψυχρό κλίμα. Στην Ελλάδα υπάρχουν παραπάνω από δέκα είδη παπαρούνας. Πιο διαδομένη η είναι η παπαρούνα Μήκων η Ροιάς (Rhoeas), το γνωστό κοκκινόμαυρο λουλούδι που δημιουργεί διάθεση για ύπνο. Από το γαλακτικό χυμό της οπιούχας παπαρούνας (Papaver somniferum) που είναι αυτοφυής στην Ελλάδα προέρχεται το όπιο.
Το φυτό με τα πανέμορφα κατακόκκινα πέταλα. Στους αρχαίους λαούς της Περσίας, της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας, στους Έλληνες και τους Ρωμαίους. 
Οι πρωτες αναφορές για την παπαρούνα αναφέρονται σε κείμενο των Σουμερίων που χρονολογείται στο 4000 π.Χ.Οι αρχαίοι Έλληνες αθλητές έβαζαν παπαρουνόσπορους και μέλι στο κρασί τους για να είναι εύρωστοι και υγιείς. Η παπαρούνα εμφανίζεται και στην ελληνική μυθολογία. Η ύπαρξη της αποδίδεται στη θεά Δήμητρα, η οποία δημιούργησε το φυτό για να απαλύνει τη θλίψη της όταν η κόρη της Περσεφόνη πήγαινε για 6 μήνες κάθε χρόνο στον Κάτω Κόσμο για να συναντήσει τον Πλούτωνα. Εκτός από τη Δήμητρα και ο θεός Ύπνος είναι συνδεδεμένος με την παπαρούνα.Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τους χυμούς του φυτού για να απαλύνουν τον πόνο που προκαλείται από τον έρωτα. Ο ποιητής Βιργίλιος την αποκαλεί «παπαρούνα της Λήθης». 
Προέλευση: Κίνα, Ινδοκίνα, Ινδία, Αφγανιστάν, Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και Αυστραλία.
Όταν είναι άψητοι οι παπαρουνόσποροι έχουν ήπια γεύση, η οποία όταν ψηθούν γίνεται πιο έντονη, γλυκιά και καρυδοειδής.Οι παπαρουνόσποροι ολόκληροι ή λιωμένοι χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και αρτοποιία, όπου αποτελούν συστατικό στα παξιμάδια, στο ψωμί, στα κέικ, στα μπισκότα και στα στρούντελ. Στη μαγειρική, οι παπαρούνες βράζονται και προστίθενται στις σαλάτες και στις χορτόπιτες.Συνδυάζονται με μπαχάρι, κάρδαμο, κανέλα, γαρύφαλλο, κόλιανδρο, τζίντζερ, μοσχοκάρυδο, σουσάμι και σουμάκ
ΠΙΠΕΡΙ ΚΑΓΙΕΝ
Το πιπέρι καγιέν είναι πιπέρι σκόνη από τσίλι πιπεριές.
Καταναλώνεται από τους Ιθαγενείς της Αμερικής ήδη από το 700 π.Χ. Οι πιπεριές τσίλι από τις οποίες προέρχεται το πιπέρι καγιέν ήταν απαραίτητο συστατικό ενός μείγματος που έφτιαχναν οι Αζτέκοι, το οποίο εμπεριείχε και σοκολάτα. Την περίοδο των μεγάλων ανακαλύψεων, το πιπέρι καγιέν εισάγεται στην Ευρώπη από το Χριστόφορο Κολόμβο με το όνομα«πιπέρι της Γουιάνα», ή «πιπέρι Καγιέν»από το όνομα ενός λιμανιού στη Νότια Αμερική και συγκεκριμένα στη Γαλλική Γουιάνα που λέγεται Καγιέν. Το 1943 αναγνωρίζεται επίσημα από Αμερικανούς επιστήμονες ως πανίσχυρο διεγερτικό που προκαλεί κάψιμο στο στομάχι και σε ολόκληρο το σώμα.
Προέλευση: Μεξικό, ΗΠΑ, Ασία (Ινδία, Ιαπωνία), Ανατολική Αφρική.
Καυτή γεύση, φλογερή που ταιριάζει σε θαλασσινά, κρέατα, ζυμαρικά, όσπρια, σαλάτες και πιάτα με τυρί ή αυγό, ειδικά σε ομελέτες με τυρί. Ιδανικό για σπιτικά burgers, καυτά dips και Μεξικάνικες σος, tacos, burritos και fajitas. Παντρεύεται ιδανικά με την σοκολάτα δίνοντας «καυτά ειδύλλια» σοκολατόπιτες, σοκολατάκια καγεν.
Για ένα ακόμα πιο καυτό και πικάντικο αποτέλεσμα μπορείτε να το χρησιμοποιήσετε μαζί με πάπρικα και πιπέρι. Ακόμα, συνδυάζεται άρτια ε μπαχάρι, κάρδαμο, γαρύφαλλο, κόλιανδρο (φύλλα και σπόρους), κύμινο, τριγωνέλλα (φύλλα και σπόρους), τζίντζερ, σινάπι, αστεροειδή γλυκάνισο, κουρκουμά  και δάφνη.\
ΠΙΠΕΡΙ ΚΟΚΚΙΝΟ (ΠΑΠΡΙΚΑ)
Με τον όρο πάπρικα εννοούμε όλες τις τριμμένες πιπεριές του είδους Capsicum annum, με χρώμα που ποικίλλει σε όλους τους τόνους του κόκκινου. Το είδος αυτό ανήκει στην ίδια οικογένεια που ανήκει και το τσίλι. Τα φυτά από τα οποία παίρνουμε την πάπρικα και οι καρποί τους ποικίλλουν σε μέγεθος και εμφάνιση. Όλα τα φυτά είναι θάμνοι με οβάλ φύλλα και λευκά άνθη. Ωριμάζουν πρόωρα. Οι καρποί μπορεί να είναι λεπτοί σαν γιγάντιες πιπεριές τσίλι ή να είναι μικροί και στρογγυλοί. Οι καρποί συλλέγονται όταν ωριμάσουν πλήρως και έχουν χρώμα σε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου, από ανοιχτό κόκκινο μέχρι σκούρο κόκκινο. Το ζωηρό χρώμα των καρπών εξαρτάται από τα επίπεδα μιας κόκκινης χρωστικής ουσίας, της καψανθίνης και επηρεάζεται από την απουσία της καψαϊκίνης (συστατικό των πιπεριών τσίλι που ευθύνεται για την καυτή τους γεύση). Όλα τα είδη πάπρικας έχουν έντονο χρώμα και ζεστή γεύση, η οποία συμπληρώνει, χωρίς να«σκεπάζει» τις άλλες γεύσεις. Στην αγορά μπορείτε να βρείτε διάφορους τύπους πάπρικας, γλυκιά, μέτρια και καυτερή. 
Τον 15οαι., ο Κολόμβος έφερε στην Ευρώπη τις πιπεριές που πήρε από το Νέο Κόσμο, την Αμερική. Αποξήραναν τις πιπεριές και δημιούργησαν από αυτές τη γνωστή σκόνη που γνωρίζουμε ως πάπρικα. Λέγεται ότι η πάπρικα καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά στη Γουαδελούπη στο μοναστήρι Jeronimo, όπου το 1493 ο Κολόμβος παρουσίασε στους Καθολικούς μονάρχες τα πρώτα δείγματα των πιπεριών Capsicum. 
Προέλευση: Ευρώπη (Ισπανία, Ουγγαρία), Ασία (Τουρκία, Ισραήλ, Ινδία), Αφρική (Ζιμπάμπουε), Λατινική Αμερική (Περού) και ΗΠΑ. Καλύτερες ποιοτικά θεωρούνται οι ποικιλίες της Ισπανίας και της Ουγγαρίας αλλά τα τελευταία χρόνια στον τομέα αυτό έχουν αναδειχτεί και το Ισραήλ και η Ζιμπάμπουε. 
Η γεύση της πάπρικας μπορεί να είναι πάρα πολύ καυτή ή πιο ήπια. Η γεύση της εξαρτάται από το έδαφος καλλιέργειας των πιπεριών από τις οποίες προέρχεται και από τις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής. Για πιο καυτή γεύση προτιμήστε την κίτρινη πάπρικα από την κόκκινη, γιατί η κόκκινη έχει σχετικά πιο ήπια γεύση.
Χρησιμοποιήστε την πάπρικα στην κρέμα γάλακτος, στις πατάτες, στο κοτόπουλο, στη γαλοπούλα, στο ψάρι, στο καλαμπόκι, στα κίτρινα τυριά, στα σουβλάκια, στις σαλάτες κ.α. Οι οπαδοί των καυτών γεύσεων θα τη λατρέψουν στo Μεξικάνικο πιάτο Enchiladas και στο Chili con Carne. Ταιριάζει ιδανικά στις γαρίδες, στο ριζότο, στα γεμιστά κολοκυθάκια και στη ψητή φέτα.
Συνδυάζεται με όλα τα μπαχαρικά και βότανα αλλά ταιριάζει ιδιαίτερα με το πιπέρι, το μπαχάρι, το κάρβι, το κάρδαμο, το τσίλι, την κανέλα, το γαρύφαλλο, το κόλιανδρο, το κύμινο, τον μαραθόσπορο, το τζίντζερ, τον κουρκουμά, το σκόρδο, τον βασιλικό, τη ρίγανη, το θυμάρι, το μαϊντανό, το δενδρολίβανο και το φασκόμηλο
Είναι οι καρποί ενός τροπικού αναρριχητικού φυτού αυτοφυούς της   Ιάβας και σε άλλα νησιά της Ινδονησίας. Έχει φρέσκο, πιπεράτο άρωμα με νότες πεύκου και εσπεριδοειδών. Οι καρποί που είναι λίγο μεγαλύτεροι από τους σπόρους του πιπεριού, ζαρωμένοι και έχουν μια μικρή, κοντή «ουρίτσα». Αυτός είναι ο λόγος που αποκαλείται και «Πιπέρι με Ουρά» (Tailed Pepper). Οι καρποί περιέχουν ένα και μόνο σπόρο, κούφιοι. Το συναντάμε κυρίως στην κουζίνα την Ινδονησίας και λιγότερο στη Σρι Λάνκα. Στην Αφρική αποτελεί συστατικό στο περίφημο Μαροκινό μίγμα μπαχαρικών «Ras el hanout».
Στην Ευρώπη ήταν δημοφιλές το 13οαι. όπου χρησιμοποιούνταν σαν μπαχαρικό και φάρμακο, αλλά λίγους αιώνες μετά, τον 17οαι. ηταν δυσεύρετο. Τον 20οαι., όταν το γνωστό πιπέρι ήταν εξαιρετικά ακριβό, το πιπέρι Κουμπέμπ ήταν φτηνό, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται φαινόμενα νοθείας του αληθινού πιπεριού με το πιπέρι Κουμπέμπ.
Προέλευση: Κεντρική Αφρική, Ασία (Ινδία). 
Καυτή, πικάντικη γεύση που θυμίζει πεύκο.Ιδανικό καρύκευμα για πιάτα με κρέας ή λαχανικά.Συνδυάζεται με κάρδαμο, κανέλα, κουρκουμά, φύλλα δάφνης, φασκόμηλο, δενδρολίβανο και θυμάρι.
ΠΙΠΕΡΙ ΛΕΥΚΟ
Το πιπέρι είναι η καρδιά του φρούτου, ότι μένει δηλαδή όταν αφαιρείται το περικάρπιο. Είναι πιο λείο από τα άλλα είδη πιπεριού. Προέρχεται από το ίδιο φυτό από το οποίο προέρχεται και το μαύρο πιπέρι (Piper nigrum). Το λευκό πιπέρι είναι αρχικά το ίδιο με το μαύρο αλλά αφήνεται να ωριμάσει πιο πολύ. Στη συνέχεια, οι καρποί μουσκεύονται σε νερό και το εξωτερικό περίβλημα πέφτει, δίνοντάς μας το λευκό πιπέρι. 
Η ιστορία του πιπεριού είναι και η ιστορία των μπαχαρικών. Το μαύρο πιπέρι με προέλευση το Μάλαμπαρ της Νοτιοδυτικής Ινδίας είναι για 4.000 συνεχή έτη ο βασιλιάς των μπαχαρικών.
Το εμπόριο πιπεριού έλεγχαν οι κάτοικοι της Φοινίκης, στη συνέχεια περνά στα χέρια των Αράβων, οι οποίοι ενταντικοποίησαν τη δράση τους αργότερα, μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το πιπέρι και τα άλλα μπαχαρικά περνούσαν μέσα από ένα δρόμο, γνωστό ως δρόμο του πιπεριού ή Via Piperatica.
Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι έμποροι έγιναν οι καλύτεροι πελάτες πιπεριού, το οποίο προμηθεύονταν από την Ινδία. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν για φαρμακευτικούς σκοπούς και ήταν αγαθό πολύ μεγάλης αξίας. Στη διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το πιπέρι ήταν το πιο διαδεδομένο μπαχαρικό σε όλη την Ευρώπη. Όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία απειλούνταν από τους Βησιγότθο Αλάριχο, προσφέρθηκαν σε αυτόν ως λύτρα τεράστιες ποσότητες πιπεριού. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι Βορειοευρωπαίοι είχαν μυηθεί στο πιπέρι. 
Μετά το 1100 μ.Χ. ξεχωρίζουν στην Ευρώπη η Βενετία και η Γένοβα, ως διεθνή κέντρα εμπορίου μπαχαρικών. Επειδή υπήρχε τεράστια ζήτηση για το πιπέρι, η τιμή του κινούνταν πολύ ψηλά.
Το μονοπώλιο των Αράβων και οι φόροι της Οθωμ. Αυτοκρατορίας, ήταν η αιτία να είναι το πιπέρι πολύ ακριβό.
Για το λόγο αυτό οι Ευρωπαίοι αναζητούσαν νέους δρόμους προς τις χώρες παραγωγής των μπαχαρικών. Οι μεγάλες ανακαλύψεις της εποχής αυτής. Η ανακάλυψη της Αμερικής από τον Χριστόφορο Κολόμβο, της Ινδίας από το Βάσκο ντε Γκάμα.
 Το κέντρο του εμπορίου μπαχαρικών ήταν από την Ιταλία στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Φέρνουν μπαχαρικά από την Ινδία περνώντας το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Εισέρχονται στην Ευρώπη μεγάλες ποσότητες μπαχαρικών, οδηγώντας σε αύξηση της κατανάλωσής τους. Το 1600 μ.Χ. η Αγγλία και η Ολλανδία εναντιώνονται στο μονοπώλιο της Ισπανίας και της Πορτογαλίας και αρχίζουν το εμπόριο των μπαχαρικών. Οι Ολλανδοί ιδρύουν την εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών και φέρνουν στη Γηραιά Ήπειρο μοσχοκάρυδο, πιπερόριζα και γαρίφαλο. Το 1800 η Αγγλία συμμετέχει περισσότερο ενεργά στο εμπόριο μπαχαρικών αλλά δεν εμπορεύεται πια από κοινού με την Ολλανδία. Στο εμπόριο μπαχαρικών μπαίνει η Αμερική και η Γαλλία. 
Σήμερα, το πιπέρι παραμένει ο βασιλιάς των μπαχαρικών και κατέχει το 1/4 του παγκοσμίου εμπορίου των μπαχαρικών.
Προέλευση: Ινδία, Ινδονησία, Μαλαισία, Βιετνάμ, Κίνα, Ταϊλάνδη, Σρι Λάνκα) και Λατινική Αμερική (Βραζιλία)
 Λιγότερο τσουχτερή, σε σχέση με αυτή του μαύρου πιπεριού.
Δοκιμάστε το στις μαγιονέζες, σε όλες τις λευκές σος, στη μπεσαμέλ, στο ψάρι, στο κρέας και στις σούπες και σαλάτες, κρέας και παντού!!!
Συνδυάζεται με όλα τα μπαχαρικά και βότανα. Ωστόσο η γεύση του δένει ακόμα περισσότερο με το μπαχάρι, το κάρδαμο, το τσίλι, την κανέλα, το γαρίφαλο, το κόλιανδρο, το κύμινο, το σκόρδο, το τζίντζερ, τον κουρκουμά, την  πάπρικα, το μαϊντανό, το δενδρολίβανο, το φασκόμηλο, το θρούμπι, το μάραθο, τη ρίγανη και το θυμάρι.
Οι αποξηραμένοι καρποί του είδους P. Longum που ανήκει στην οικογένεια Piperaceae με προέλευση από τη Νότια Ασία. Είναι συγγενές με το είδος P. nigrum από το οποίο προέρχεται το μαύρο πιπέρι. Λεπτό αναρριχητικό φυτό με σκούρα οβάλ οδοντωτά φύλλα που έχουν σχήμα καρδιάς. Μέσα στο κάθε λουλούδι υπάρχουν μικροσκοπικές ακίδες. Οι ακίδες είναι κόκκινες όταν ωριμάζουν και γίνονται μαύρες όταν αποξηραίνονται. Αποξηραμένες καταναλώνονται ως μπαχαρικό. Οι καρποί έχουν πικάντικο άρωμα που οφείλεται σε ένα αλκαλοειδές, την πιπερίνη.
Το μακρυπίπερο ήταν γνωστό στην Ευρώπη, την εποχή που δεν είχε ακόμα φτάσει το μαύρο πιπέρι. Ο Ιπποκράτης ήταν ο πρώτος που ανέφερε τη χρήση του φυτού ως φάρμακο. Έγινε λιγότερο δημοφιλές όταν ο Κολόμβος έφερε στην Ευρώπη το πιπέρι και τις πιπεριές τσίλι. 
Προέλευση: Ινδία, Μαλαισία, Ινδονησία, Σιγκαπούρη και Σρι Λάνκα.
Έντονη πιπεράτη γεύση που προκαλεί έκκριση σάλιου και μούδιασμα στο στόμα. Θυμίζει συνδυασμό μαύρου, λευκού πιπεριού και τζίντζερ.
Η χρήση του μακροπίπερου είναι εξαιρετικά σπάνια στην Ευρωπαϊκή κουζίνα αλλά συνηθίζεται στην Ινδική, Ινδονησιακή και Μαλαισιανή κουζίνα. Συναντάται ακόμα σε διάφορα μίγματα στο Μαρόκο και στην Αιθιοπία όπου είναι κύριο συστατικό του μίγματος μπαχαρικών Berebere. Εκτός από τη χρήση των αποξηραμένων καρπών στη μαγειρική, χρησιμοποιούνται για φαρμακευτικούς λόγους οι καρποί και οι ρίζες. Είναι ακόμα το κύριο συστατικό του γνωστού σπρέι πιπεριού που χρησιμοποιείται για λόγους αυτοάμυνας, ενώ στην Ινδία η ρίζα του φυτού χρησιμοποιείται στην παραγωγή μπύρας. 
Η ιδιαίτερη γεύση του μακρυπίπερου αρωματίζει το κρέας, τις αγκινάρες, τα σπαράγγια και τα μανιτάρια και ταιριάζει με διάφορες ποικιλίες πικάντικων τυριών και κρασιών. Στην Ταϊλάνδη το βάζουν στις σούπες και τα τηγανητά και στην Αιθιοπία στο στιφάδο.Όπως το πιπέρι, συνδυάζεται με όλα τα μπαχαρικά και βότανα, ενώ μπορεί ακόμα να χρησιμοποιηθεί για να γεφυρώσει τη γεύση του μαύρου πιπεριού με αυτή του τσίλι.
ΠΙΠΕΡΙ ΜΑΥΡΟ
Ο βασιλιάς των μπαχαρικών, από τα πολύ παλιά χρόνια και το δημοφιλέστερο και πιο κοινό μπαχαρικό σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται για τους αποξηραμένους καρπούς του φυτού (Piper Νigrum) της οικογένειας Piperaceae που είναι ιθαγενές της Ινδίας και της Καμπότζης. Πολυετές τροπικό αναρριχητικό φυτό που φτάνει τα 10μ. Έχει γυαλιστερά πράσινα φύλλα και λευκά λουλούδια, ενώ οι καρποί σχηματίζουν τσαμπιά. Συλλέγονται όταν είναι ακόμα σχετικά άγουροι και έχουν πράσινο χρώμα. Αποξηραίνονται στον ήλιο ή σε ειδικά μηχανήματα. Το μαύρο πιπέρι έχει έντονο άρωμα, αλλά και γεμάτη γεύση. Το άρωμα του προέρχεται από τα αιθέρια έλαια που βρίσκονται στους καρπούς και η έντονη γεύση του από δύο αλκαλοειδή, την πιπερίνη και την πιπεριδίνη. Εκτός από τις χρήσεις του στη μαγειρική χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και στην αρωματοποιία.
Η ιστορία του πιπεριού είναι και η ιστορία των μπαχαρικών. Το μαύρο πιπέρι με προέλευση το Μάλαμπαρ της Νοτιοδυτικής Ινδίας είναι για 4.000 συνεχή έτη ο βασιλιάς των μπαχαρικών.
Το εμπόριο πιπεριού έλεγχαν οι κάτοικοι της Φοινίκης, στη συνέχεια περνά στα χέρια των Αράβων, οι οποίοι ενταντικοποίησαν τη δράση τους αργότερα, μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το πιπέρι και τα άλλα μπαχαρικά περνούσαν μέσα από ένα δρόμο, γνωστό ως δρόμο του πιπεριού ή Via Piperatica.
Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι έμποροι έγιναν οι καλύτεροι πελάτες πιπεριού, το οποίο προμηθεύονταν από την Ινδία. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν για φαρμακευτικούς σκοπούς και ήταν αγαθό πολύ μεγάλης αξίας. Στη διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το πιπέρι ήταν το πιο διαδεδομένο μπαχαρικό σε όλη την Ευρώπη. Όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία απειλούνταν από τους Βησιγότθο Αλάριχο, προσφέρθηκαν σε αυτόν ως λύτρα τεράστιες ποσότητες πιπεριού. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι Βορειοευρωπαίοι είχαν μυηθεί στο πιπέρι. 
Μετά το 1100 μ.Χ. ξεχωρίζουν στην Ευρώπη η Βενετία και η Γένοβα, ως διεθνή κέντρα εμπορίου μπαχαρικών. Επειδή υπήρχε τεράστια ζήτηση για το πιπέρι, η τιμή του κινούνταν πολύ ψηλά.Το μονοπώλιο των Αράβων και οι φόροι της Οθωμ. Αυτοκρατορίας, ήταν η αιτία να είναι το πιπέρι πολύ ακριβό.Για το λόγο αυτό οι Ευρωπαίοι αναζητούσαν νέους δρόμους προς τις χώρες παραγωγής των μπαχαρικών. Οι μεγάλες ανακαλύψεις της εποχής αυτής. Η ανακάλυψη της Αμερικής από τον Χριστόφορο Κολόμβο, της Ινδίας από το Βάσκο ντε Γκάμα.
 Το κέντρο του εμπορίου μπαχαρικών ήταν από την Ιταλία στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Φέρνουν μπαχαρικά από την Ινδία περνώντας το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Εισέρχονται στην Ευρώπη μεγάλες ποσότητες μπαχαρικών, οδηγώντας σε αύξηση της κατανάλωσής τους. Το 1600 μ.Χ η Αγγλία και η Ολλανδία εναντιώνονται στο μονοπώλιο της Ισπανίας και της Πορτογαλίας και αρχίζουν το εμπόριο των μπαχαρικών. Οι Ολλανδοί ιδρύουν την εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών και φέρνουν στη Γηραιά Ήπειρο μοσχοκάρυδο, πιπερόριζα και γαρίφαλο. Το 1800 η Αγγλία συμμετέχει περισσότερο ενεργά στο εμπόριο μπαχαρικών αλλά δεν εμπορεύεται πια από κοινού με την Ολλανδία. Στο εμπόριο μπαχαρικών μπαίνει η Αμερική και η Γαλλία. 
Σήμερα, το πιπέρι παραμένει ο βασιλιάς των μπαχαρικών και κατέχει το 1/4 του παγκοσμίου εμπορίου των μπαχαρικών.
Προέλευση: Ινδία, Ινδονησία, Μαλαισία, Βιετνάμ, Κίνα, Ταϊλάνδη, Σρι Λάνκα και Λατινική Αμερική (Βραζιλία).
Γεμάτη, φλογερή γεύση.Το μαύρο πιπέρι ταιριάζει με τα πάντα. Χρησιμοποιείται ευρέως στη μαγειρική. Χρησιμοποιήστε το σε όλα τα είδη κρεάτων, στα παϊδάκια, στις μπριζόλες, στα μπιφτέκια, στα κεφτεδάκια και στο ρολό μοσχαριού και γαλοπούλας. Παράλληλα, χρησιμοποιήστε το σε όλα τα λαχανικά,  τις σαλάτες, τα σάντουιτς, τις μαρινάδες και τις σάλτσες και απογειώστε γευστικά το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ιδανικό για τη ψητή φέτα και τα γεμιστά κολοκυθάκια, στα οποία προσδίδει νοστιμιά και αψάδα.
Συνδυάζεται με όλα τα μπαχαρικά και βότανα. Ωστόσο, η γεύση του δένει ακόμα περισσότερο με το μπαχάρι, το κάρδαμο, τσίλι, την κανέλα, το γαρύφαλλο, το κόλιανδρο, το κύμινο, το σκόρδο, το τζίντζερ, τον κουρκουμά, την πάπρικα, το μαϊντανό, το δενδρολίβανο, το φασκόμηλο, το θρούμπι, το μάραθο, τη ρίγανη και το θυμάρι.
Οι αρωματικοί σπόροι του είδους Aframomum melegueta τού γένους Αφράμωμο που ανήκει στην οικογένεια του τζίντζερ. Είναι γνωστό και ως «κόκκοι του Παραδείσου», «πιπέρι του αλιγάτορα» ή «κόκκοι της Γουινέας». Πολυετές ποώδες φυτό ύψους που φτάνει το 1μ. Αυτοφύεται στα έλη της ακτής της Δυτικής Αφρικής. Αναδύεται άρωμα τζίντζερ. Έχει μοβ λουλούδια και καφεκόκκινους σπόρους που βρίσκονται μέσα σε ένα ζαρωμένο καφέ περικάρπιο.
Οι «κόκκοι του Παραδείσου» όπως αποκαλείται αλλιώς το πιπέρι Μελεγκέτα ήρθε στην Ευρώπη το 13ο αιώνα με καραβάνια από την έρημο Σαχάρα. Ήταν πολύ δημοφιλές μπαχαρικό από την εποχή της Βασίλισσας της Αγγλίας Ελισάβετ Ι (1533-1603) που το υποστήριζε θερμά, μέχρι τη περίοδο βασιλείας του Γεωργίου ΙΙΙ (1738-1820), ο οποίος το απαγόρεψε. Λέγεται ότι ονομάστηκε «κόκκοι του παραδείσου» το Μεσαίωνα επειδή θεωρούνταν πολύ σημαντικό μπαχαρικό. Κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση το έβαζαν στο κρασί, την μπύρα και το ξύδι. Αργότερα οι χρήσεις του περιορίστηκαν στον αρωματισμό των λουκάνικων και της μπύρας. 
Προέλευση: Δυτική Αφρική Γκάνα, Λιβερία, Ακτή Ελεφαντοστού, Τόγκο και Νιγηρία. 

Πιπεράτη, καυτή γεύση.Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλά πιάτα. Συνταγές με κρεατικά, πουλερικά και λαχανικά.Συνδυάζεται με κανέλα, γαρύφαλλο, μπαχάρι, κύμινο, κολιανδρο, κάρδαμο, τσίλι, τζίντζερ, αστεροειδή, γλυκάνισο, κουρκουμά, φύλλα δάφνης, δενδρολίβανο, θυμάρι και σκόρδο.
ΠΙΠΕΡΙ ΠΡΑΣΙΝΟ
Το πράσινο πιπέρι είναι οι άγουροι καρποί (κόκκοι) του φυτού (Piper nigrum) της οικογένειας Piperaceae που είναι ιθαγενές της Ινδίας και της Καμπότζης. Πολυετές τροπικό αναρριχητικό φυτό που μπορεί να φτάσει τα 10μ. ύψος. Έχει γυαλιστερά πράσινα φύλλα και λευκά λουλούδια, ενώ οι καρποί σχηματίζουν τσαμπιά. Οι αποξηραμένοι κόκκοι υφίστανται κάποιας μορφής επεξεργασία προκειμένου να διατηρήσουν το πράσινο χρώμα τους. Διατίθενται αποξηραμένοι ή μέσα σε άλμη.
Το πράσινο πιπέρι χρησιμοποιείται κυρίως στην Ταϊλανδέζικη κουζίνα.
Η ιστορία του πιπεριού είναι και η ιστορία των μπαχαρικών. Το μαύρο πιπέρι με προέλευση το Μάλαμπαρ της Νοτιοδυτικής Ινδίας είναι για 4.000 συνεχή έτη ο βασιλιάς των μπαχαρικών.
Το εμπόριο πιπεριού έλεγχαν οι κάτοικοι της Φοινίκης, στη συνέχεια περνά στα χέρια των Αράβων, οι οποίοι ενταντικοποίησαν τη δράση τους αργότερα, μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το πιπέρι και τα άλλα μπαχαρικά περνούσαν μέσα από ένα δρόμο, γνωστό ως δρόμο του πιπεριού ή Via Piperatica.
Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι έμποροι έγιναν οι καλύτεροι πελάτες πιπεριού, το οποίο προμηθεύονταν από την Ινδία. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν για φαρμακευτικούς σκοπούς και ήταν αγαθό πολύ μεγάλης αξίας. Στη διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το πιπέρι ήταν το πιο διαδεδομένο μπαχαρικό σε όλη την Ευρώπη. Όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία απειλούνταν από τους Βησιγότθο Αλάριχο, προσφέρθηκαν σε αυτόν ως λύτρα τεράστιες ποσότητες πιπεριού. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι Βορειοευρωπαίοι είχαν μυηθεί στο πιπέρι. 
Μετά το 1100 μ.Χ. ξεχωρίζουν στην Ευρώπη η Βενετία και η Γένοβα, ως διεθνή κέντρα εμπορίου μπαχαρικών. Επειδή υπήρχε τεράστια ζήτηση για το πιπέρι, η τιμή του κινούνταν πολύ ψηλά.
Το μονοπώλιο των Αράβων και οι φόροι της Οθωμ. Αυτοκρατορίας, ήταν η αιτία να είναι το πιπέρι πολύ ακριβό.
Για το λόγο αυτό οι Ευρωπαίοι αναζητούσαν νέους δρόμους προς τις χώρες παραγωγής των μπαχαρικών. Οι μεγάλες ανακαλύψεις της εποχής αυτής. Η ανακάλυψη της Αμερικής από τον Χριστόφορο Κολόμβο, της Ινδίας από το Βάσκο ντε Γκάμα.
 Το κέντρο του εμπορίου μπαχαρικών ήταν από την Ιταλία στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Φέρνουν μπαχαρικά από την Ινδία περνώντας το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Εισέρχονται στην Ευρώπη μεγάλες ποσότητες μπαχαρικών, οδηγώντας σε αύξηση της κατανάλωσής τους. Το 1600 μ.Χ. η Αγγλία και η Ολλανδία εναντιώνονται στο μονοπώλιο της Ισπανίας και της Πορτογαλίας και αρχίζουν το εμπόριο των μπαχαρικών. Οι Ολλανδοί ιδρύουν την εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών και φέρνουν στη Γηραιά Ήπειρο μοσχοκάρυδο, πιπερόριζα και γαρίφαλο. Το 1800 η Αγγλία συμμετέχει περισσότερο ενεργά στο εμπόριο μπαχαρικών αλλά δεν εμπορεύεται πια από κοινού με την Ολλανδία. Στο εμπόριο μπαχαρικών μπαίνει η Αμερική και η Γαλλία. 
Σήμερα, το πιπέρι παραμένει ο βασιλιάς των μπαχαρικών και κατέχει το 1/4 του παγκοσμίου εμπορίου των μπαχαρικών.
Εξίσου καυτή γεύση με τις υπόλοιπες ποικιλίες πιπεριών.Χρησιμοποιείται σε σάλτσες, ομελέτες, με το ρύζι, τα κρέατα, τα ψάρια και με τα πουλερικά.Συνδυάστε το ανάλογα με τις απαιτήσεις της συνταγής σας, με όλες τις ποικιλίες πιπεριών, μπαχάρι, σκόρδο, κρεμμύδι, εστραγκόν, μαϊντανό και σέλινο.
ΠΙΠΕΡΙ ΡΟΖ
Μπαχαρικό που μπορεί να προέρχεται από δύο διαφορετικές μεταξύ τους βοτανολογικές οικογένειες. Προέρχεται από τους ώριμους κόκκινους καρπούς του είδους P. nigrum από το οποίο παίρνουμε το μαύρο πιπέρι. Τους καρπούς αυτούς δεν μπορούμε να τους αποξηράνουμε ή να τους βράσουμε γιατί το περικάρπιο είναι εξαιρετικά εύθραυστο μπορεί πολύ εύκολα να σπάσει εάν υποστεί οποιαδήποτε επεξεργασία. Η μόνη ασφαλής για τους καρπούς επεξεργασία είναι η βύθιση τους στην άλμη και σε αυτή τη μορφή διατίθενται στο εμπόριο. Ρoζ πιπέρι αποκαλούνται ακόμα οι μικροί κόκκινοι καρποί δύο ποικιλιών του δέντρου schinus που αυτοφύονται στο μακρινό Περού. Πρόκειται για το είδος schinus ariera ή molle συναντάται κυρίως στην Αυστραλία και μπορεί να φτάσει τα 20μ. και το είδος schinus terebinthifolius. Έχει μικρά κίτρινα άνθη και καρπούς που όταν ωριμάζουν γίνονται ρoζ. Είναι ένα μικρό δέντρο με γυαλιστερά οβάλ φύλλα που μοιάζουν με τα φύλλα της δάφνης. Οι καρποί του έχουν ροζ κέλυφος και εμπεριέχουν καφέ σπόρους, που όταν συνθλιβούν απελευθερώνουν ένα γλυκό ευωδιαστό άρωμα. Οι ώριμοι ρoζ καρποί του είδους αυτού τοποθετούνται στην άλμη ή αποξηραίνονται. Συνιστάται η αποθήκευση των αποξηραμένων σπόρων σε αεροστεγές μέρος, μακριά από την υπερβολική ζέστη, το ήλιο και την υγρασία. 
Η ιστορία του πιπεριού είναι και η ιστορία των μπαχαρικών. Το μαύρο πιπέρι με προέλευση το Μάλαμπαρ της Νοτιοδυτικής Ινδίας είναι για 4.000 συνεχή έτη ο βασιλιάς των μπαχαρικών.
Το εμπόριο πιπεριού έλεγχαν οι κάτοικοι της Φοινίκης, στη συνέχεια περνά στα χέρια των Αράβων, οι οποίοι ενταντικοποίησαν τη δράση τους αργότερα, μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το πιπέρι και τα άλλα μπαχαρικά περνούσαν μέσα από ένα δρόμο, γνωστό ως δρόμο του πιπεριού ή Via Piperatica.
Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι έμποροι έγιναν οι καλύτεροι πελάτες πιπεριού, το οποίο προμηθεύονταν από την Ινδία. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν για φαρμακευτικούς σκοπούς και ήταν αγαθό πολύ μεγάλης αξίας. Στη διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το πιπέρι ήταν το πιο διαδεδομένο μπαχαρικό σε όλη την Ευρώπη. Όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία απειλούνταν από τους Βησιγότθο Αλάριχο, προσφέρθηκαν σε αυτόν ως λύτρα τεράστιες ποσότητες πιπεριού. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι οι Βορειοευρωπαίοι είχαν μυηθεί στο πιπέρι. Μετά το 1100 μ.Χ. ξεχωρίζουν στην Ευρώπη η Βενετία και η Γένοβα, ως διεθνή κέντρα εμπορίου μπαχαρικών. Επειδή υπήρχε τεράστια ζήτηση για το πιπέρι, η τιμή του κινούνταν πολύ ψηλά.Το μονοπώλιο των Αράβων και οι φόροι της Οθωμ. Αυτοκρατορίας, ήταν η αιτία να είναι το πιπέρι πολύ ακριβό.
Για το λόγο αυτό οι Ευρωπαίοι αναζητούσαν νέους δρόμους προς τις χώρες παραγωγής των μπαχαρικών. Οι μεγάλες ανακαλύψεις της εποχής αυτής. Η ανακάλυψη της Αμερικής από τον Χριστόφορο Κολόμβο, της Ινδίας από το Βάσκο ντε Γκάμα.
 Το κέντρο του εμπορίου μπαχαρικών ήταν από την Ιταλία στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Φέρνουν μπαχαρικά από την Ινδία περνώντας το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Εισέρχονται στην Ευρώπη μεγάλες ποσότητες μπαχαρικών, οδηγώντας σε αύξηση της κατανάλωσής τους. Το 1600 μ.Χ. η Αγγλία και η Ολλανδία εναντιώνονται στο μονοπώλιο της Ισπανίας και της Πορτογαλίας και αρχίζουν το εμπόριο των μπαχαρικών. Οι Ολλανδοί ιδρύουν την εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών και φέρνουν στη Γηραιά Ήπειρο μοσχοκάρυδο, πιπερόριζα και γαρίφαλο. Το 1800 η Αγγλία συμμετέχει περισσότερο ενεργά στο εμπόριο μπαχαρικών αλλά δεν εμπορεύεται πια από κοινού με την Ολλανδία. Στο εμπόριο μπαχαρικών μπαίνει η Αμερική και η Γαλλία. 
Σήμερα, το πιπέρι παραμένει ο βασιλιάς των μπαχαρικών και κατέχει το 1/4 του παγκοσμίου εμπορίου των μπαχαρικών.
Προέλευση: ΗΠΑ, Μπαχάμες, Αντίλλες (Κούβα, Πουέρτο Ρίκο), Λατινική Αμερική (Βραζιλία, Αργεντινή, Παραγουάη), Ωκεανία (Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία), Ασία (Κίνα), Νησιά Φίτζι του Ειρηνικού, Γαλλική Πολυνησία, Μαυρίκιος και Νότιος Αφρική. Ο κύριος εισαγωγέας ρoζ πιπεριού στην Ευρώπη είναι το πιο απομακρυσμένο μέρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Γαλλική Νήσος Ρενιόν. 
Το ρoζ πιπέρι που προέρχεται από το είδος piper nigrum έχει τη γνωστή σε όλους καυτή γεύση του μαύρου πιπεριού εμπλουτισμένη με φρουτώδεις νότες. Το προερχόμενο από τα είδη schinus ρoζ πιπέρι έχει λιγότερο καυτή γεύση.Χρησιμοποιείται στα θαλασσινά, το κουνέλι, το κοτόπουλο, ενώ δένει αρμονικά και με το λαδόξιδο. Ταιριάζει ακόμα σε ντρέσινγκς για σαλάτες και σε λευκές σος.
ΠΙΠΕΡΙ ΣΕΤΣΟΥΑΝ
Οι αποξηραμένοι αρωματικοί σπόροι ενός μικροσκοπικού φυτού του είδους Zanthoxylum piperitum της οικογένειας Rutaceae. Παρότι αποκαλείται «πιπέρι»δεν ανήκει στην οικογένεια του πιπεριού. Πήρε το όνομά του από την περιοχή προέλευσης του, την Κινέζικη επαρχία του Σετσουάν. Το φυτό από το οποίο προέρχονται οι καφεκόκκινοι αρωματικοί σπόροι είναι θάμνος ή μικρό φυλλοβόλο δέντρο, με πτεροειδή φύλλα. Τα κλαδιά, ο φλοιός και ο κύριος μίσχος του καλύπτονται με αγκάθια. Χρησιμοποιείται το περικάρπιο και όχι ο καρπός του.
Προέλευση: Κίνα, Ιαπωνία και Βόρεια Κορέα.
Πιπεράτη και αψιά, η γεύση του πιπεριού αυτού δημιουργεί ένα ελαφρύ μούδιασμα στο στόμα.
Το πιπέρι σετσουάν, αναπόσπαστο στοιχείο της Ασιατικής γαστρονομίας, είναι ένα από τα συστατικά του Κινέζικου μείγματος των πέντε μπαχαρικών και του μείγματος shichimi togarashi που φτιάχνεται στην Ιαπωνία. Είναι ξεχωριστό λόγω μιας ουσίας που περιέχει, η οποία προκαλεί ένα ελαφρύ, ανεπαίσθητο μούδιασμα στα χείλια και τη γλώσσα. Στο Σετσουάν, την περιοχή προέλευσης του πιπεριού αυτού, το καταναλώνουν για να μουδιάσουν και να μπορούν να αντέξουν τα καυτερά φαγητά. Στην Ιαπωνία χρησιμοποιούνται τα φύλλα του φυτού, φρέσκα ή αποξηραμένα.
Το πιπέρι σετσουάν, ένα από τα συστατικά του Κινέζικου μείγματος των πέντε μπαχαρικών, χρησιμοποιείται σε πιάτα με πουλερικά, κρέας, ψάρι, σούπες, πίκλες και μαρινάδες. Για να απελευθερωθεί όλη η πλούσια γεύση και το ζεστό άρωμά των σπόρων του συνιστάται να ψηθούν προτού να αλεσθούν.
Στη μαγειρική της κινεζικής επαρχίας του Σετσουάν συνδυάζεται με ταίλι, τζίντζερ και αστεροειδή  γλυκάνισο, ενώ ως συστατικό  του Κινέζικου μείγματος των πέντε μπαχαρικών ταιριάζει με τα υπόλοιπα συστατικά του μείγματος.
ΣΗΣΑΜΙ
Οι σπόροι του σησαμιού προέρχονται από ένα ετήσιο φυτό με ύψος 1-2μ., το οποίο είτε έχει θαμνώδη ανάπτυξη είτε έχει απλό λεπτό βλαστό. Στο βλαστό εμφανίζονται λευκά, λιλά ή ροζ λουλούδια, τα οποία στη συνέχεια μετατρέπονται σε καρπούς όπου εσωκλείονται οι σπόροι. 
Οι σπόροι είναι μικροί, οβάλ, επίπεδοι και γυαλιστεροί. Όταν οι καρποί ωριμάσουν, ανοίγουν και αποκαλύπτουν το περιεχόμενό τους.
Τα πασίγνωστα σποράκια σουσαμιού με το ιδιαίτερο άρωμα και γεύση,  έχουν κάνει αισθητή την παρουσία τους στα πέντε σημεία του ορίζοντα. Χρησιμοποιούνται κατά κόρον στις κουζίνες της Κίνας και της Ιαπωνίας.
Ακόμα, από τους σπόρους εξάγεται το αρχαιότερο έλαιο, το σησαμέλαιο, το οποίο έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα. Είναι  σταθερό και ανθεκτικό δεν τ’αγγίζει εύκολα. Η δυνατή γεύση του σησαμελαίου είναι πολύ αγαπητή στους Ασιάτες.
Στη Μέση Ανατολή αποτελούν συστατικό στο μίγμα μπαχαρικών και βοτάνων ζαχτάρ. Παράλληλα,«στολίζουν» και ενισχύουν γευστικά τα αμερικάνικα hamburgers και το κουλούρι Θεσσαλονίκης, το Πασχαλινό τσουρέκι και το ψωμί. Από τους συνθλιμμένους σπόρους του σουσαμιού παράγεται το ταχίνι και αυτό με τη σειρά του χρησιμοποιείται για την παρασκευή του χαλβά. 
Το σησάμι θεωρείται ένα από τα αρχαιότερα μπαχαρικά. Οι θεοί έπιναν κρασί φτιαγμένο με σουσάμι την προηγούμενη νύχτα πριν από τη δημιουργία του κόσμου, σύμφωνα ε την μυθολογία των Ασσυρίων.
Οι Βαβυλώνιοι έφτιαχναν ποτά και κέικ από σησάμι. Οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν το σησάμι στην παρασκευή ψωμιών. Χαρακτηριστικός είναι ο Αιγυπτιακός τύμβος του 2000 π.Χ., στον οποίο απεικονίζεται ένας φούρναρης να ρίχνει σησάμι σε μία ζύμη. Οι αρχαίοι Έλληνες στρατιώτες έτρωγαν σησάμι για να πάρουν ενέργεια. 
Το 17οαι. έφτασε και στην Αμερική έγινε πολύ δημοφιλές. Απαραίτητο συστατικό πολλών Αμερικανικών πιάτων.
Προέλευση: Κεντρική Αμερική, Αφρική, Ινδονησία, Ινδία, Κίνα. 
Ταιριάζει με το κοτόπουλο, τις σαλάτες, τα κουλουράκια και το ψωμί., με μέλι λουκουμάδες.
ΣΙΝΑΠΙ
Μονοετές φυτό, ανήκει στην τάξη Καππαρώδη και στην οικογένεια των  Σταυρανθών/Κραμβοειδών. Πρόκειται για φυτό με κίτρινα άνθη, στους αλευροποιημένους σπόρους του οφείλει την ύπαρξή της η μουστάρδα. Υπάρχουν περίπου 40 διαφορετικές ποικιλίες του φυτού. Ο τύπος alba είναι γνωστός ως λευκός ή κίτρινος σιναπόσπορος, ο τύπος juncea είναι γνωστός ως καφέ σιναπόσπορος και ο τύπος nigra ως μαύρος. Ο λευκός ή κίτρινος σιναπόσπορος προέρχεται από την Ανατολική Μεσόγειο, ο καφέ από τους πρόποδες των Ιμαλαΐων και ο μαύρος από τη Μέση Ανατολή. 
Το σινάπι, φυτό με μακραίωνη ιστορία, άφησε το στίγμα του στην ανθρωπότητα αποτελώντας τη βάση για τη δημιουργία της περίφημης μουστάρδας που δίνει νοστιμιά στα φαγητά μας. 
Εκτός από τη χρήση του στην παρασκευή μουστάρδας το σινάπι είναι μπαχαρικό γενικής χρήσης. Χρησιμοποιείται για τη δημιουργία αρωματικού αιθέριου ελαίου και εμπεριέχεται σε διάφορα φαρμακευτικά προϊόντα.
Η ιστορία του σιναπόσπορου ξεκινάει περίπου το 3000 π.Χ. στην Ινδία, όπου αναφέρεται σε σανσκριτικές γραφές της εποχής αυτής. Εκτός από τους Ινδούς και άλλοι αρχαίοι λαοί γνώριζαν το σινάπι.
Στην Αίγυπτο έριχναν σιναρόσπορους στο φαγητό τους, προκειμένου να βελτιώσουν τη γεύση του. Στην Ευρώπη ήταν ίσως το μοναδικό μπαχαρικό που ήταν γνωστό πριν ακόμα να έρθουν τα υπόλοιπα Ασιατικά μπαχαρικά. 
Στην αρχαία Ελλάδα τον 6οαι. π.Χ. ο μαθηματικός Πυθαγόρας και ο Ιπποκράτης το χρησιμοποιούσε ως φάρμακο. 
Οι Ρωμαίοι ανακάτεψαν τους σιναπόσπορους με το μούστο και δημιούργησαν ένα παρασκεύασμα που μοιάζει με τη σημερινή μουστάρδα. Μία συνταγή για μουστάρδα αναφέρεται στο βιβλίο μαγειρικής «Απίκιος» που χρονολογείται στα τέλη του 4ουαι. στις αρχές του 5ουαι. π.Χ. 
Οι Ρωμαίοι διέδωσαν το σινάπι στη Γαλατία. Οι Γάλλοι καλόγεροι πήραν τη γνώση που είχαν οι Ρωμαίοι για τη μουστάρδα και ξεκίνησαν τη δική τους παραγωγή. Έτσι, η μουστάρδα διαδόθηκε σταδιακά σε όλη την Ευρώπη.
Προέλευση: Καναδάς, Η.Π.Α, Ευρώπη (Ουγγαρία, Ρουμανία, Τσεχία, Πολωνία, Ουκρανία, Γαλλία, Αγγλία) και Ασία (Ινδία, Κίνα, Νεπάλ, Ιαπωνία). 
Οι Σπόροι σιναπιού του έχουν πικάντικη γεύση που διαφοροποιείται ανάλογα με το είδος στο οποίο ανήκουν. Οι κίτρινοι σπόροι έχουν την πιο ήπια γεύση από όλους, οι καφέ μεσαία γεύση και οι μαύροι πιο έντονη γεύση. 
Δίνει πλούσια Γεύση στο κρέας, στο ψάρι, στα πουλερικά, στα βρασμένα λαχανικά, στις σάλτσες και στα ντρέσινγκς.
Συνδυαζεται με μπαχάρι, κάρδαμο, πιπέρι, κανέλα γαρύφαλλο, πάπρικα, τσίλι, κολιανδρο, κύμινο.
ΣΟΥΜΑΚ
Μπαχαρικό σε μορφή κόκκινης σκόνης που προέρχεται από τους αποξηραμένους καρπούς του φυτού Rhus coriaria της οικογένειας Anacardiaceae. Ευδοκιμεί στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Πρόκειται για θάμνο με λευκά άνθη που μπορεί να φτάσει τα 3μ.
Στην αρχαία Ρώμη οι καρποί του φυτού βράζονταν, στραγγίζονταν και μέσω της συμπίεσης εξάγονταν τα αιθέρια έλαιά τους. Στη συνέχεια τα έλαια αναμειγνύονταν με ελαιόλαδο ή ξύδι. Για τις θεραπευτικές ιδιότητες του φυτού μίλησε ο Διοσκουρίδης τον 1οαι. μ.Χ. στο σύγγραμμα του «Περί Ύλης Ιατρικής» («De Materia Medica»). Το Μεσαίωνα το σουμάκ χρησιμοποιούνταν στη φαρμακευτική, κυρίως στις χώρες του Ισλάμ, όπου ήταν περισσότερο διαθέσιμο συγκριτικά με την Ευρώπη. Στην Αμερική οι Ινδιάνοι έφτιαχναν από το φυτό ένα ποτό που έμοιαζε με τη σημερινή μπύρα. 
Προέλευση: Ευρώπη (Ιταλία), Ασία (Μέση Ανατολή), Αφρική και Βόρεια Αμερική.
Στη Μέση Ανατολή είναι εξαιρετικά δημοφιλές μπαχαρικό και αποτελεί συστατικό πολλών παραδοσιακών πιάτων της Τουρκίας και του Ιράν αλλά και του ανατολίτικου μίγματος μπαχαρικών ζάαταρ.
Το ανατολίτικο αυτό μπαχαρικό με το βαθύ κόκκινο χρώμα και τη φρουτώδη ξινή γεύση συμπληρώνει ευχάριστα όλα τα είδη των κρεάτων και στο κεμπάπ. Δοκιμάστε το σε μαρινάδες, ντρέσινγκς, σούπες, στιφάδο, στο ρύζι, όπως επίσης και σε θαλασσινά, λαχανικά και πράσινες σαλάτες.Συνδυάζεται με πάπρικα, τσίλι, τζίντζερ, πιπέρι σκόρδο, δενδρολίβανο, θυμάρι και ρίγανη.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
Η τριανταφυλλιά από όπου προέρχεται το τριαντάφυλλο είναι γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των Ροδοειδών (Rosaceae). Πρόκειται για πολυετές φυτό με προέλευση από την Ευρασία, τη Βορειοδυτική Αφρική και τη Βόρεια Αμερική. Το χρώμα των ροδοπέταλων εξαρτάται από το είδος της τριανταφυλλιάς.
Το τριαντάφυλλο και νερό αρωματισμένο δίνουν το γνωστό ροδόνερο. Χρησιμοποιείται ως καλλυντικό και αρωματικό μαγειρικής. Τα αποξηραμένα τριαντάφυλλα αποτελούν απαραίτητο συστατικό σε μείγματα μπαχαρικών όπως είναι το ρας ελ χανούτ και το μπαχαράτ.
Το ρόδο ή τριαντάφυλλο που σύμφωνα με την παράδοση έδωσε το όνομα του στο νησί της Ρόδου κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά πολλών λαών. Στην Κύπρο γίνεται κάθε χρόνο γιορτή προς τιμή του λουλουδιού όπου πληροφορούνται οι επισκέπτες για τη διαδικασία παραγωγής ροδοστάγματος και για το συμβολισμό του φυτού και στην Ιρλανδία στην «εβδομάδα του ρόδου» διαγωνίζονται οι διάφορες ποικιλίες τριαντάφυλλου και κερδίζει η καλύτερη. 
Το ροδέλαιο ηρεμεί το σώμα και το πνεύμα και το ροδόνερο είναι θαυμάσιο τονωτικό και καθαριστικό του δέρματος.
Το τριαντάφυλλο, σύμβολο αγάπης και ομορφιάς, εκτιμήθηκε, αγαπήθηκε και ενσωματώθηκε στις τοπικές παραδόσεις πολλών πολιτισμών. Το λουλούδι αυτό είναι ένα από τα αρχαιότερα λουλούδια που είναι γνωστά στην ανθρωπότητα.
Το ευωδιαστό φυτό αγαπούσαν πάρα πολύ και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι. Η Κλεοπάτρα γέμιζε τα σιντριβάνια με ροδόνερο.
Στην αρχαία Ελλάδα, το τριαντάφυλλο ή ρόδο ήταν το λουλούδι της Αφροδίτης που αναδύθηκε μαζί με τη θεά μέσα από τα κύματα της θάλασσας. Το πανέμορφο αυτό λουλούδι ασκώντας γοητεία στους αρχαίους έχει βρεθεί πολλές φορές στο επίκεντρο.
Στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, το τριαντάφυλλο έγινε συνώνυμο της σπάταλης ζωής των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Οι αυτοκράτορες διέταζαν τους αγρότες να καλλιεργούν τριαντάφυλλα, αντί για κάποιο άλλο φυτό που να χρησιμοποιείται κατ’ αποκλειστικότητα στη μαγειρική. Χρειάζονταν μεγάλες ποσότητες τριαντάφυλλων γιατί το λουλούδι είχε πολλές χρήσεις στην αρχαία Ρώμη.
Κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα το τριαντάφυλλο ήταν σύμβολο των μαχών που γίνονταν για τον έλεγχο της Αγγλίας, οι οποίες έγιναν γνωστές ως πόλεμος των ρόδων.
Προέλευση: Αφρική, Εκουαδόρ, Κολομβία, Περού, Κανάριες Νήσοι, Ευρώπη (Ολλανδία), Ταϊλάνδη και Μαλαισία.
Γλυκιά τριανταφυλλένια γεύση. Η γεύση του τριαντάφυλλου εξαρτάται από το άρωμά του. Όσο πιο δυνατό είναι το άρωμα του τόσο πιο δυνατή είναι η γεύση του.
Χρησιμοποιήστε τα πέταλα του βρώσιμου τριαντάφυλλου για να φτιάξετε σπιτική μαρμελάδα και γλυκό του κουταλιού τριαντάφυλλο. Μη διστάσετε να πρωτοτυπήσετε αρωματίζοντας με τη μαγευτική μυρωδιά του τριαντάφυλλου το ζελέ, το γιαούρτι και τις φρουτοσαλάτες. Δημιουργήστε υπέροχο τσάι τριαντάφυλλο. Από τα αποξηραμένα ροδοπέταλα δημιουργείται σιρόπι τριαντάφυλλου, το οποίο έχει την ίδια χρήση με το ροδόνερο. Δίνει πλούσιο τριανταφυλλένιο άρωμα στα γλυκίσματα, το παγωτό βανίλια και τη σαντιγί. Διακοσμήστε ακόμα όλα τα πιάτα σας με βρώσιμα ροδοπέταλα διαφόρων χρωμάτων και δώστε τους εκτός από γεύση και εμφάνιση!
Τα ροδοπέταλα συνδυάζονται με βανίλια, κανέλα, γαρίφαλο, μαστίχα, μαχλέπι, μοσχοκάρυδο, μπαχάρι, κάρδαμο καθώς και με μαραθόσπορο, παπαρουνόσπορο και λεβάντα.
ΤΣΙΛΙ
Μπαχαρικό που παράγεται από τις καυτερές πιπεριές τσίλι.
Όλα τα φυτά από τα οποία παίρνουμε το τσίλι ανήκουν στην ίδια βοτανολογική οικογένεια, την οικογένεια Solanaceae, αλλά έχουν διαφορετική εμφάνιση. Το πιο κοινό είδος, το είδος Capsicum annum είναι μικρός θάμνος με οβάλ φύλλα και με ύψος που φτάνει το ένα μέτρο. Θεωρείται ετήσιο φυτό καθώς η ικανότητα καρποφορίας του μειώνεται μετά τον πρώτο χρόνο. Τα είδη Capsicum annum που έχουν πιο ήπια γεύση είναι γνωστά ως πάπρικα.
Το αμέσως επόμενο πιο δημοφιλές είδος είναι το είδος Capsicum frutescens με διάρκεια ζωής δύο έως τρία χρόνια. Η διαφορά του σε σχέση με το είδος Capsicum annum είναι ότι οι καρποί του είναι μικρότεροι και πιο καυτοί και περιλαμβάνουν ποικιλίες όπως Ταμπάσκο.
Γενικά, οι καρποί των διαφόρων ειδών έχουν διαφορετικό σχήμα, χρώμα και μέγεθος. Μπορεί να είναι μικροί, στρογγυλοί με διάμετρο 1εκ. ή μεγάλοι με μήκος που φτάνει τα 20εκ. Το χρώμα τους είναι πράσινο μέχρι το στάδιο της ωρίμανσης, κατά το οποίο αποκτούν κόκκινο, κίτρινο, καφέ, μοβ ή ακόμα και σχεδόν μαύρο χρώμα.
Ακόμα και τα επίπεδα καυτής γεύσης διαφέρουν από ποικιλία σε ποικιλία. Σε ορισμένες περιπτώσεις προκαλείται ένα απλό μυρμήγκιασμα της γλώσσας, ενώ σε άλλες μέχρι και καψάλισμα. Τα επίπεδα του “καψίματος” εξαρτώνται από τα επίπεδα της καψαϊκίνης, μιας ουσίας που προκαλεί την απελευθέρωση ενδορφινών, οι οποίες δημιουργούν διέγερση και αίσθηση ευφορίας.
Επειδή το «κάψιμο» δεν είναι ίδιο σε όλες τις πιπεριές, οι επιστήμονες θέλησαν να βρουν μια μέθοδο για τη μέτρηση της έντασής του. Έτσι, το 1912 επινοήθηκε η μέθοδος Scoville. Σε αυτή τη μέθοδο δοκιμάζονται διαλυμένες ποσότητες τσίλι και αναφέρεται το ποσοστό του «καψίματος» που γίνεται αντιληπτό από τον ουρανίσκο. Σήμερα ωστόσο χρησιμοποιείται η σύγχρονη μέθοδος της Υγρής Χρωματογραφίας Υψηλής Απόδοσης (High Performance Liquid Chromatography) που απαιτεί πιο ακριβό εξοπλισμό αλλά αποτελεί πιο αξιόπιστη μέθοδο.
Είναι διαδεδομένο σε κουζίνες χωρών με ζεστό κλίμα, για τον απλό λόγο ότι προκαλεί εφίδρωση και αυτή με τη σειρά της μια αίσθηση δροσιάς. Είναι το κυρίαρχο μπαχαρικό στη Μεξικάνικη, Ινδική και Μαροκινή κουζίνα.
Όταν ο Κολόμβος έφτασε στην Αμερική, έδωσε στις πιπεριές τσίλι το όνομα αυτό γιατί θεώρησε λανθασμένα ότι ανήκουν στην ίδια οικογένεια μπαχαρικών που ανήκει και το πιπέρι. Μόλις μετά από 200 χρόνια κατάφεραν οι επιστήμονες να ανακαλύψουν ότι οι πιπεριές ανήκουν στο γένος Capsicum και όχι στην οικογένεια του πιπεριού. Οι πιπεριές τσίλι ήταν ακόμα γνωστές επί μακρόν με το όνομα «Ινδιάνικο πιπέρι».
Προέλευση: Μεξικό, ΗΠΑ, Καραϊβική, Ινδία και άλλες περιοχές του Ισημερινού.

Καυτή γεύση με ένταση που διαφοροποιείται από ποικιλία σε ποικιλία. Ισχύει σαν γενικός κανόνας, αν και υπάρχουν και εξαιρέσεις, ότι όσο πιο μικρές είναι οι πιπεριές τσίλι τόσο πιο καυτερές είναι.Η καυτή του γεύση ταιριάζει στο κρέας, στο κοτόπουλο, στα λαχανικά, στις μαρινάδες, στις σούπες, στα τριμμένα κίτρινα τυριά και στο κους-κους. Χρησιμοποιήστε το στον κιμά και δημιουργήστε Chili Con Carne.Για ένα ακόμα πιο καυτό και πικάντικο αποτέλεσμα μπορείτε να το χρησιμοποιήσετε μαζί με πάπρικα και πιπέρι. Ακόμα, συνδυάζεται άρτια με μπαχάρι, κάρδαμο, γαρύφαλλο, κύμινο, τριγωνέλλα, τζίντζερ, σινάπι, κορκουμά  και δάφνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου